Ελλάδα και Τουρκία έτοιμες να αλλάξουν σελίδα
6 Δεκεμβρίου 2023Την ερχόμενη Πέμπτη (7 Δεκεμβρίου) θα πραγματοποιηθεί ξανά, για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, μία ελληνοτουρκική σύνοδος κορυφής. «Μετά τις σοβαρές εντάσεις των περασμένων ετών, […] αμφότερες οι πλευρές στρέφονται στον διάλογο», σχολιάζει το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND).
Παραμένει γεγονός πως κατά τη συνάντηση «κανείς στην Αθήνα και την Άγκυρα δεν θεωρεί πως θα επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος ή και κάποια υπέρβαση», διότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές «είναι πολύπλοκες και έχουν εν μέρει ρίζες στα βάθη της ιστορίας», όπως επισημαίνει το γερμανικό δίκτυο, αναφέροντας χαρακτηριστικά τη διαμάχη γύρω από τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Ωστόσο, οι δύο πλευρές «θέλουν τώρα να παραμερίσουν τα δυσεπίλυτα θέματα και να αναζητήσουν δυνατότητες συνεργασίας σε λιγότερο ευαίσθητους τομείς – όπως για παράδειγμα στον τουρισμό και στη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων για Τούρκους παραθεριστές».
Αν και το γερμανικό μέσο επικρίνει τον Ερντογάν πως συχνά στο παρελθόν έδειξε με τη στάση του πως είναι «ένας απρόβλεπτος, ιδιόρρυθμος εταίρος», προσθέτει πως ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται «να έχει ηρεμήσει και πάλι. Δεν θεωρεί πλέον τον Μητσοτάκη ως persona non grata», ενώ «σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε πως ελπίζει στην "αρχή μία νέας εποχής” στις σχέσεις με την Ελλάδα. Θέλει "να γραφεί μία νέα σελίδα” και βλέπει πως υπάρχει μία "win-win συνθήκη" και για τις δύο χώρες».
Αυτή η αλλαγή στάσης του Ερντογάν φαίνεται να μην περιορίζεται στα λόγια. Όπως παρατηρεί το RND, «ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο οι Τούρκοι πιλότοι παραβίασαν 1.164 φορές τον ελληνικό εναέριο χώρο, από τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο καταγράφηκαν μόλις 8 περιστατικά. […] Επιπλέον, από τον Σεπτέμβριο οι παράνομες μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου μειώθηκαν κατά 60%. Λόγω αυτών οι παρατηρητές συμπεραίνουν πως ο Ερντογάν επιθυμεί πράγματι τη μείωση των εντάσεων».
Γιατί αλλάζει ο Ερντογάν τη στάση του;
Για τον Ερντογάν η επιδίωξη μίας σύγκλισης με την Ελλάδα έχει συγκεκριμένα αίτια. Όπως εξηγεί το RND, «αποτελεί μέρος μίας ευρύτερης διόρθωσης πορείας της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος αναζητά νέους εταίρους στη Δύση. Πρόκειται για μία στροφή που υπαγορεύεται από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα. Η Τουρκία βρίσκεται εν μέσω μίας νομισματικής κρίσης, χρειάζεται συνάλλαγμα, όπως και την εμπιστοσύνη των αγορών. Οι περισσότεροι επενδυτές του εξωτερικού και οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας εδρεύουν στην Ευρώπη. Και ο Ερντογάν ξέρει πως η βελτίωση των σχέσεων με την Ε.Ε. περνάει από την Ελλάδα.
Αυτός είναι και ο λόγος που είναι διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις σε ένα ζήτημα που είναι κομβικής σημασίας, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ε.Ε: παρασκηνιακά η Άγκυρα και η Αθήνα διαπραγματεύονται εδώ και κάποιους μήνες μία κοινή πρόοδο όσον αφορά τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης. […] Αυτό θα ήταν μία σημαντική εξέλιξη και για την Ε.Ε.», ιδίως εάν τελικά προκύψει και επέκταση της συμφωνίας για το μεταναστευτικό μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας του 2016.
PISA: Χειρότερες από ποτέ οι επιδόσεις των Γερμανών μαθητών
Το θέμα της ημέρας στον γερμανικό Τύπο είναι πάντως άλλο: τα τελευταία αποτελέσματα της μελέτης PISA και οι προβληματικές επιδόσεις των 15χρονων Γερμανών μαθητών και μαθητριών – οι οποίες δεν σημείωσαν απλώς πτώση, αλλά, όπως υπογραμμίζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, «είναι και οι χειρότερες μέχρι τώρα. Τόσο στην κατανόηση κειμένου, όσο και στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, το επίπεδο των 15χρονων είναι πιο χαμηλό από ποτέ».
«Εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια η Γερμανία συμμετέχει ανά τρία χρόνια στη μελέτη PISA και τα πηγαίνει διαρκώς χειρότερα», παρατηρεί η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Αυτό στο οποίο όμως θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα είναι «οι απαντήσεις στο ερώτημα του τι κάνουν καλύτερα οι άλλες χώρες. Πώς διαχειρίζεται ο Καναδάς τις μεταναστευτικές ροές και πολλοί μαθητές από οικογένειες μεταναστών τα πηγαίνουν συχνά καλύτερα από τους ημεδαπούς; Πώς καταρτίζονται οι εκπαιδευτικοί στη Σιγκαπούρη και γιατί αυτά τα προγράμματα κατάρτισης είναι τόσο αποτελεσματικότερα;» Κατά την εφημερίδα της Φρανκφούρτης θα ήταν πιο σημαντικό «να δαπανηθούν περισσότερα χρήματα στην έρευνα για τις μεθόδους διδασκαλίας και να συμμετάσχει η χώρα στην έρευνα TALIS, η οποία σχετίζεται με τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών και των διευθυντών σχολείων στις συμμετέχουσες χώρες».
«Η Γερμανία δεν προσέγγισε και δεν μερίμνησε για τους μαθητές της όπως άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας», αναφέρει από την πλευρά της η Süddeutsche Zeitung. Καθώς φαίνεται από τη μελέτη PISA, «η διδασκαλία συχνά δεν λαμβάνει υπόψη τη ζωή και τον κόσμο των εφήβων. Και οι μαθητές που έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στο σχολείο λαμβάνουν πολύ λίγη στήριξη. […] Φαίνεται να έχουμε απλώς συνηθίσει στο ότι τα παιδιά και οι έφηβοι στη Γερμανία θα είναι όλο και χειρότεροι στα εκπαιδευτικά τεστ».
Όμως «η κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει το να τελειώνουν κάθε χρόνο το σχολείο δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι δίχως να έχουν θεμελιώδεις δεξιότητες, που χρειάζονται στη μετέπειτα επαγγελματική τους ζωή». Γι' αυτό και θα πρέπει να στραφεί η χώρα και πάλι σε εκπαιδευτικές προσεγγίσεις και προγράμματα που «εδώ και χρόνια βρίσκονται στο συρτάρι και που, παρ' ότι λειτούργησαν στο παρελθόν, σταδιακά εγκαταλείφθηκαν», καταλήγει η S.Z.