Τούρκοι σκηνοθέτες αυτολογοκρίνονται
14 Μαρτίου 2017Αντιμέτωποι με την κρατική καταστολή δεν βρίσκονται μόνο οι τούρκοι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί αντιφρονούντες. Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν πλέον στην καθημερινότητά τους και οι τούρκοι κινηματογραφιστές. Η αυστηρή αντιτρομοκρατική πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης οδηγεί μεταξύ άλλων στη λογοκρισία του καλλιτεχνικού έργου. «Όλοι όσοι εκφράζονται με κριτική σκέψη μπλοκάρονται από την τουρκική κυβέρνηση. Τουρκικά κανάλια και διανομείς ταινιών δεν ενδιαφέρονται πλέον για τον τουρκικό κινηματογράφο. Κι όταν αποφασίζουν να προβάλουν ταινίες τούρκων σκηνοθετών, τότε το κοινό που τις βλέπει είναι περιορισμένο», αναφέρει ο Αντίλ Καγιά, διευθυντής του Φεστιβάλ Γερμανοτουρκικού Κινηματογράφου που ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή στη Νυρεμβέργη. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα των τούρκων σκηνοθετών είναι ότι τα τελευταία χρόνια είναι αποκλεισμένοι από προγράμματα κρατικών επιχορηγήσεων.Σε όλα αυτά προστίθεται η αγωνία και ο φόβος των διώξεων, ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.
Η τουρκική τέχνη σε κώμα
«Σε μια δημοκρατία οι πολίτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στην αντιπολίτευση, περιμένουν τις επόμενες εκλογές. Αλλά στην Τουρκία η αντιπολίτευση είναι ανύπαρκτη, γι' αυτό και ανησυχώ», λέει χαρακτηριστικά ο τούρκος σκηνοθέτης Τεφίκ Μπασέρ. Όπως αναφέρει ο 66χρονος σκηνοθέτης, πολλοί συνάδελφοί του στην Τουρκία είναι πλέον άνεργοι.
«Όταν ένας πολίτης δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα στην ίδια του τη χώρα, αυτό ισοδυναμεί με θάνατο», λέει ο Μπασέρ. Παρόμοιες ανησυχίες έχουν όλοι οι τούρκοι σκηνοθέτες που συμμετείχαν στον φεστιβάλ της Νυρεμβέργης, επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση οδεύει από το κακό στο χειρότερο. «Είμαι 57 ετών και έχω ζήσει ήδη τρία πραξικοπήματα στην Τουρκία», αναφέρει από την πλευρά του ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός Ερκάν Κεσάλ από την Κωνσταντινούπολη. Για τον ίδιο η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι κάτι νέο. Όποιος εκφράζεται δημόσια με οποιοδήποτε μέσο διατρέχει κίνδυνο δίωξης. Επομένως η άσκηση πίεσης στους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην χώρα, αλλά μάλλον μια τακτική ευρέως διαδεδομένη με βαθιές ρίζες στο παρελθόν.
Υπάρχει και η άλλη Τουρκία...
«Είναι η πατρίδα μας. Αλλά μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε τι θα πει ελευθερία της έκφρασης ή σεβασμός της πολυφωνίας», εκτιμά ο Μπασέρ. «Βρισκόμαστε σε κώμα», λέει εμφατικά, σημειώνοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι δύσκολο για τους τούρκους σκηνοθέτες να δημιουργήσουν τέχνη άνευ όρων και ορίων. Ωστόσο εκτιμά ότι αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα. Κάνοντας μια αντιπαραβολή με την πλούσια κινηματογραφική παραγωγή χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου παρά την κρατική λογοκρισία Ούγγροι, Τσέχοι και Ουκρανοί σκηνοθέτες κατάφεραν να φτιάξουν μια δική τους αλληγορική κινηματογραφική γλώσσα, θεωρεί ότι και στην Τουρκία όσοι ασχολούνται με το σινεμά θα πρέπει να σταματήσουν να αυτολογοκρίνονται.
Σε καιρούς καταστολής η καλλιτεχνική δημιουργικότητα αυξάνεται, υπενθυμίζει ο Ερκάν Κεσάλ, υπογραμμίζοντας ότι ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να βρει αξιόλογες ανεξάρτητες τουρκικές παραγωγές. Αυτό φάνηκε άλλωστε και από τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Νυρεμβέργη, όπου το βάρος έπεσε στην ανάδειξη της «άλλης Τουρκίας», αυτής που μένει μακριά από τις διεθνείς ειδήσεις. Ο Κεσάλ πιστεύει ακράδαντα ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο μέσα από αγώνες και αντίσταση. «Και εμείς λοιπόν θα αγωνιστούμε και θα συνδράμουμε την αντίσταση». Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τόσο ο Μπασέρ όσο και ο Κεσάλ βλέπουν με κριτική ματιά όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Γερμανία, η οποία, όπως λένε, δεν έδειχνε τον ίδιο ζήλο για τα τεκταινόμενα στην Τουρκία στο παρελθόν. Όλα άλλαξαν με το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης, όταν πλέον Ευρώπη και Γερμανία άρχισαν να βλέπουν την Τουρκία ως «συνοριοφύλακα» της Ευρώπης. «Χρειαζόμαστε την αλληλεγγύη της Ευρώπης και της Γερμανίας», σημειώνει ο Κεσάλ αλλά όχι μόνο προς όφελος των συμφερόντων τους αλλά πολύ περισσότερο για να βοηθήσουν πραγματικά την Τουρκία να εμπεδώσει και να εδραιώσει τη δημοκρατική παράδοση.
Κάτριν Σίμον, dpa / Δήμητρα Κυρανούδη