Τι θα γίνει με την αμφιλεγόμενη συλλογή;
17 Νοεμβρίου 2013Η κατάσχεση των πινάκων – ανάμεσά τους βρίσκονται έργα των Ντιξ, Νόλντε, Πικάσο, Ρενουάρ, Λίμπερμαν και πολλών άλλων – έγινε πριν από δυο εβδομάδες. Στις 28 Φεβρουαρίου του 2012 όμως οι διωκτικές αρχές έχοντας στα χέρια τους ένα ένταλμα της εισαγγελίας του Άουγκσμπουργκ κατέσχεσαν τη συλλογή. Υπήρχε η υποψία της κλεπταποδοχής και της φοροδιαφυγής.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα οι πληροφορίες δίνονται με το σταγονόμετρο. Αρχικά στη διαλεύκανση της υπόθεσης συμμετείχε μια και μόνο ιστορικός τέχνης. Η Μάικε Χόφμαν, η οποία είναι επιστημονική συνεργάτιδα του μοναδικού στη Γερμανία Ερευνητικού Κέντρου για την Εκφυλισμένη Τέχνη στο Βερολίνο, το οποίο λειτουργεί μόλις δέκα χρόνια. Εκφυλισμένη θεωρούσαν τη μοντέρνα τέχνη οι ναζί.
Η Μάικε Χόφμαν, η οποία χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους επιστημονικούς κύκλους δεν ήταν δυνατόν να φέρει μόνη της εις πέρας το σισύφειο έργο της πιστοποίησης της ταυτότητας και της προέλευσης όλων αυτών των έργων τέχνης. Για το λόγο αυτό και μετά από έντονες πολύπλευρες αντιδράσεις συστάθηκε μια εξαμελής επιτροπή υπό τη διεύθυνση της επιτετραμμένης της γερμανικής κυβέρνησης για θέματα τέχνης Ίνγκεμποργκ Μπέργκριν - Μέρκελ.
Κατέρρευσε ο σέρβερ της ιστοσελίδας www.lostart.de
Η επιτροπή αυτή αποφάσισε να δημοσιοποιήσει πριν μερικές ημέρες 26 από τα έργα της συλλογής Γκούρλιτ, τα οποία εικάζεται πως εκλάπησαν την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Τα έργα δημοσιοποιήθηκαν στην ιστοσελίδα www.lostart.de, μια σελίδα που συστήθηκε το 1994 από το κράτος και τα ομόσπονδα κρατίδια και στόχο έχει να διαλευκάνει υποθέσεις χαμένων έργων τέχνης την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Η Deutsche Welle επικοινώνησε με το γραφείο διαχείρισης στο Μαγδεμβούργο, ωστόσο δεν πήρε απάντηση γιατί μόνο 26 έργα. Την περασμένη Παρασκευή έγινε πάντως γνωστό πως την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να δημοσιοποιηθούν άλλα 590 έργα από τη συλλογή Γκούρλιτ.
Η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα ήταν τόσο μεγάλη από ολόκληρο τον κόσμο που κατέρρευσε ο σέρβερ. Μουσεία, συλλογές αλλά και ιδιώτες προσπαθούν να μάθουν εάν ανάμεσα στα έργα που εντοπίστηκαν βρίσκονται και κάποια που πιθανώς να τους ανήκουν. Η νομική διαλεύκανση των υποθέσεων είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη. Με διάταγμα του Χίτλερ το 1937 δόθηκε εντολή τα γερμανικά μουσεία να απαλλαγούν από την μοντέρνα τέχνη.
Τα έργα κατασχέθηκαν και στην συνέχεια τα περισσότερα κάηκαν στο Βερολίνο ενώ πολλά από αυτά πουλήθηκαν από τέσσερις μόνον εμπόρους, επιφορτισμένους ειδικά από το ναζιστικό καθεστώς να πουλήσουν στο εξωτερικό. Ένας από αυτούς του εμπόρους ήταν ο Χίλντερμπραντ Γκούρλιτ, πατέρας του Κορνέλιους στην κατοχή του οποίου βρέθηκε η συλλογή.
Φρικτό αλλά νόμιμο
Οι έμποροι αγόρασαν και για τον εαυτό τους. Όσο αποτρόπαιες και να φαίνονται αυτές οι συναλλαγές ωστόσο ήταν νόμιμες και οι αγοραστές οι νόμιμοι κάτοχοι. Επιπλέον με νόμο του 1938 επιτρεπόταν η κατάσχεση έργων τέχνης και από ιδιωτικές συλλογές. Ένας νόμος που δεν άλλαξε ούτε μετά τον πόλεμο.
Πολύ πιο δύσκολο είναι βέβαια να αποδειχθούν οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες. Οι Εβραίοι στην προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν τη χώρα όσο το δυνατόν γρηγορότερα πουλούσαν τα έργα για ένα κομμάτι ψωμί.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι δύσκολο σήμερα να αποδείξουν πως τα έργα κάποτε τους ανήκαν. Τα ίχνη των πινάκων χάνονται εντωμεταξύ μέσα στο χρόνο έχοντας πολλές φορές πουληθεί και ξαναπουληθεί ενώ αρχεία έχουν καταστραφεί ή χαθεί.
Για τη Γερμανία είναι όμως θέμα ευθύνης, όπως δήλωσε σήμερα και ο Βαυαρός υπουργός Δικαιοσύνης Βίνφριντ Μπάουσμπακ. «Πρόκειται για την ευθύνη της Γερμανίας στην επεξεργασία των εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλισμού» δήλωσε ο υπουργός. Τώρα η βαυαρική κυβέρνηση θέλει να έρθει σε συννενόηση με τον Κορνέλιους Γκούρλιτ ώστε να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση.
Το 1998 υπεγράφη η Συμφωνία της Ουάσινγκτον, την οποία υπέγραψαν 44 κράτη. Βάσει αυτής της συμφωνίας τα μουσεία αυτοδεσμεύονται ότι όταν διαπιστώνουν πως τα έργα ήταν κλεμμένα την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού να τα επιστρέφουν στους νόμιμους κατόχους. Φέτος για παράδειγμα το μουσείο Ludwig στην Κολωνία επέστρεψε το Πορτρέτο της Τίλα Ντιριέ, του Κοκόσκα, στους κληρονόμους του Εβραίου εμπόρου τέχνης Άλφρεντ Φλεχτχάιμ.
Υπάρχουν και άλλα τέτοια παραδείγματα, όμως η Γερμανία έχει ακόμα πολλά να κάνει σε αυτό τον τομέα.
Μαρία Ρηγούτσου
Υπεύθ. σύνταξης: Σπύρος Μοσκόβου