Πρωτοφανείς ελλείψεις φαρμάκων στη Γερμανία
11 Απριλίου 2023Κάποτε η Γερμανία είχε τη φήμη της «παγκόσμιας φαρμακαποθήκης». Για πολλές δεκαετίες κορυφαίες γερμανικές φαρμακοβιομηχανίες ήταν εκείνες που παρήγαγαν και διοχέτευαν στη διεθνή αγορά κρίσιμα φαρμακευτικά σκευάσματα, ενώ Γερμανοί επιστήμονες «σάρωναν» δίχως υπερβολή τα βραβεία Νομπέλ. Αλλά όλα αυτά φαίνεται ότι ανήκουν πια στο παρελθόν.
Εδώ και καιρό η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή έλλειψη φαρμάκων, με ενώσεις φαρμακοποιών να συνεχίζουν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις της γερμανικής κυβέρνησης τους τελευταίους μήνες.
Λείπουν από αντιπυρετικά μέχρι αντικαρκινικά φάρμακα
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του γερμανικού δημόσιου δικτύου WDR που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα tagesschau.de, αυτή τη στιγμή λείπουν από τα ράφια των γερμανικών φαρμακείων 470 είδη φαρμάκων, από ευρείας κατανάλωσης μέχρι εξειδικευμένα σκευάσματα: παυσίπονα, αντιπυρετικά, σιρόπια για τον βήχα, αντιβιοτικά ή κορτιζονούχα σκευάσματα μέχρι χάπια κατά της υπέρτασης, ορμόνες ή ακόμη και βαριά αντικαρκινικά φάρμακα.
Οι αιτίες, σύμφωνα με το ρεπορτάζ είναι πολλές και σύνθετες: από τα προβλήματα των τελευταίων ετών στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας της πανδημίας μέχρι τις αμφιλεγόμενες κατά πολλούς εκπτωτικές συμφωνίες που συνάπτουν γερμανικά ασφαλιστικά ταμεία με εταιρείες φθηνών γενόσημων φαρμάκων. Κατά συνέπεια πολλές φαρμακευτικές εταιρείες αναγκάζονται να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός Γερμανίας, διακόπτοντας παράλληλα τις προμήθειες στη γερμανική αγορά.
Ο νέος νόμος που φέρει την υπογραφή του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ έχει ως στόχο να διασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια σε μελλοντικούς διαγωνισμούς για φαρμακευτικές προμήθειες, αλλά και να μειώσει την εξάρτηση από προμηθευτές που προέρχονται κατά κύριο λίγο από την Κίνα ή την Ινδία, ενισχύοντας την παραγωγή φαρμάκων στη Γερμανία και την Ευρώπη.
Αν και ο ισχυρός γερμανικός ιατρικός σύλλογος Marburger Bund θεωρεί τα βήματα του νέου νόμου προς τη σωστή κατεύθυνση, εντούτοις όπως όλα δείχνουν θα χρειαστεί ακόμη πολύς χρόνος μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα.
Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο