Ποιος δικαιούται τι στη Μεσόγειο;
30 Ιουνίου 2020Η καθηγήτρια Νέλε Ματς-Λυκ είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου για το Διεθνές Δίκαιο Βάλτερ Σύκινγκ του Πανεπιστημίου του Κιέλου. Πρόκειται για ένα από τα διεθνώς κορυφαία επιστημονικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά το δίκαιο της θάλασσας. Η συζήτηση με την κ. Ματς-Λυκ περιστράφηκε γύρω από ζητήματα που αφορούν τη χάραξη των θαλάσσιων συνόρων στη Μεσόγειο.
Deutsche Welle: Κυρία Ματς-Λυκ, πόσο ξεκάθαρα ρυθμίζεται στο διεθνές δίκαιο η κατανομή των θαλάσσιων περιοχών σε σχέση με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) ανάμεσα σε γειτονικές χώρες;
Νέλε Ματς-Λυκ: Ορίζεται σαφώς ότι τα κράτη θα πρέπει να συμφωνήσουν για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Είναι λιγότερο σαφές πως θα έπρεπε να είναι αυτή η συμφωνία. Όταν τα κράτη συνάψουν μια σύμβαση είναι πολύ ελεύθερα να επιλέξουν τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουν και το αποτέλεσμα στο οποίο θα καταλήξουν. Εάν υποβάλουν αυτή την υπόθεση σε ένα διεθνές δικαστήριο ή σε ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασίσει με γνώμονα την αρχή της ευθυδικίας (Equity). Είναι σαφές ότι κάθε φορά εξετάζεται η μεμονωμένη περίπτωση. Το διεθνές δίκαιο της θάλασσας δεν έχει μια σταθερή μεθοδολογία που να ισχύει για όλες τις διαφορές που αφορούν θαλάσσια σύνορα, παρόλο που η νομολογία έχει αναπτύξει ορισμένα κριτήρια.
Τι ισχύει στην περίπτωση των νησιών;
Έχουν τα νησιά μια παρόμοια ΑΟΖ με την ηπειρωτική χώρα, δηλαδή 200 ναυτικά μίλια;
Ναι, εάν ένα νησί πληροί τις προϋποθέσεις για τον ορισμό ενός νησιού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για τη θάλασσα. Δηλαδή, εάν πρόκειται για μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που προεξέχει από το νερό ακόμα και με πλημμυρίδα, διαφέρει δε ευδιάκριτα από ένα γυμνό βράχο - π.χ. επειδή είναι κατοικήσιμο. Η διάκριση μεταξύ νησιών και βράχων μπορεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις να είναι δύσκολη. Τα «πραγματικά» νησιά μπορούν όπως η ηπειρωτική χώρα να διεκδικήσουν 200 ναυτικά μίλια ΑΟΖ και 200 ναυτικά μίλια υφαλοκρηπίδα. Οι βράχοι, από την άλλη πλευρά, μπορούν να διεκδικήσουν μόνο 12 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου βυθού, αλλά χωρίς ΑΟΖ και χωρίς υφαλοκρηπίδα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διάκριση είναι τόσο σημαντική. Σε περίπτωση που η ΑΟΖ ενός νησιού αλληλεπικαλύπτεται με τις ζώνες άλλων κρατών, θα πρέπει τα κράτη να συμφωνήσουν την οριοθέτηση των συνόρων.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε σε συνέντευξή του στη Süddeutsche Zeitung την περασμένη εβδομάδα πως είναι απαράδεκτο ένα «μικρό ελληνικό νησί», εννοεί το Καστελόριζο, το οποίο απέχει 500 χιλιόμετρα από την ηπειρωτική Ελλάδα, να διεκδικεί έκταση 40.000 τετραγωνικών μιλίων. Έχει δίκιο;
Η γαλλική ΑΟΖ είναι μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές ζώνες στον κόσμο. Η Γαλλία διεκδικεί στον Νότιο Ειρηνικό και τον Αρκτικό Ωκεανό πολλά μικρά νησιά και αντίστοιχες τεράστιες θαλάσσιες περιοχές γύρω από αυτά. Δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, ένα μικρό νησί, το οποίο απέχει πάρα πολύ από την ηπειρωτική χώρα, να διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες. Αυτό συνηθίζεται και εξαρτάται από το σε ποια νησιά τα κράτη διεκδικούν κυριαρχία. Πολύ πιο σημαντικό είναι το ζήτημα αν αυτή η διεκδίκηση επηρεάζει την ΑΟΖ άλλων χωρών. Όταν στην περίπτωση δύο όμορων κρατών, για παράδειγμα η Τουρκία και η Ελλάδα, το μικρό νησί του ενός βρίσκεται στα παράλια του άλλου, τότε θα πρέπει η οριοθέτηση των συνόρων να λαμβάνει υπόψη την αρχή της ευθυδικίας. Δικαστήρια διαιτησίας και διεθνή δικαστήρια δεν λαμβάνουν υπόψη τα μικρά νησιά κατά τη χάραξη των συνόρων, σε περίπτωση που αυτό θα προκαλούσε μια δυσαναλογία. Αυτή η πρακτική δεν αναιρεί όμως το γεγονός ότι επί της αρχής αυτά τα νησιά μπορούν ασφαλώς να διεκδικήσουν την οικονομική ζώνη που προβλέπει το θαλάσσιο δίκαιο. Όλα τα άλλα είναι ζητήματα που θα πρέπει να εξετασθούν για κάθε μεμονωμένη περίπτωση ξεχωριστά.
Η σύμβαση Άγκυρας-Τρίπολης
Η Τουρκία υπέγραψε Μνημόνιο Κατανόησης (MoU) με την κυβέρνηση της Λιβύης για την οριοθέτηση θαλάσσιων περιοχών στην ανατολική Μεσόγειο. Η κυβέρνηση της Τρίπολης μεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, αλλά στη Λιβύη μαίνεται εμφύλιος πόλεμος και το κοινοβούλιο που έχει την έδρα του στο Τομπρούκ αρνήθηκε να επικυρώσει το Μνημόνιο. Ποια είναι η διεθνής νομική υπόσταση αυτού του MoU;
Αν το εξετάσουμε από τη σκοπιά των προθέσεων των συμβαλλόμενων πλευρών, τότε πρόκειται ασφαλώς για μια διεθνή συνθήκη. Ένδειξη είναι η πρόθεση να τεθεί το μνημόνιο σε ισχύ. Μόνο κάτι που παράγει δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα τίθεται συνήθως σε ισχύ. Ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο των προθέσεων είναι ότι μετά την επικύρωσή του το μνημόνιο θα κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Κατά κανόνα, κατατίθενται μόνο συμβάσεις διεθνούς δικαίου. Εάν όμως αυτή η συνθήκη πράγματι μπορεί να επικυρωθεί ή επικυρωθεί καν από το κοινοβούλιο της Λιβύης, είναι ένα εσωτερικό συνταγματικό ζήτημα. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει κατατεθεί η επικυρωμένη σύμβαση στον ΟΗΕ. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση της Λιβύης θεωρεί ότι απαιτείται κοινοβουλευτική απόφαση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι όμως ένα δευτερεύον ζήτημα. Ακόμα κι αν μια σύμβαση συνάφθηκε και έχει τεθεί σε ισχύ με έγκυρο τρόπο, δεν μπορεί να παράγει κανένα αποτέλεσμα σε βάρος τρίτων. Μια σύμβαση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη, η οποία αγνοεί εντελώς τις αξιώσεις της Ελλάδας σε θαλάσσιες ζώνες, δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα, τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα.
Πριν μερικές εβδομάδες, η Ελλάδα και η Ιταλία υπέγραψαν σύμβαση για την οριοθέτηση των αντίστοιχων ΑΟΖ χωρίς να ρωτήσουν άλλες γειτονικές χώρες. Θα έπρεπε να το είχαν κάνει;
Το αν θα πρέπει να είχαν ρωτήσει όμορες χώρες εξαρτάται από το αν έχουν αλληλεπικαλυπτόμενα σύνορα με αυτές. Επί της αρχής ισχύει: κατά την οριοθέτηση μιας περιοχής που διεκδικείται από δύο πλευρές, δεν χρειάζεται να συμπεριληφθούν άλλα κράτη. Όμως, ειδικά στη Μεσόγειο, όπου οι θαλάσσιοι χώροι είναι στενοί και οι περιοχές μερικές φορές αμφιλεγόμενες, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται προσεκτικά αν η οριοθέτηση επικαλύπτεται με αυτήν τρίτων χωρών. Πάντως, η διμερής οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων είναι κοινή πρακτική. Το πρόβλημα είναι αλλού. Αν, δηλαδή, αγνοούνται υπάρχουσες αξιώσεις άλλων χωρών όπως και de facto υπαρχόντων νησιών.
Μη νόμιμες οι τουρκικές γεωτρήσεις στην Κύπρο
Είναι νομικά καλυμμένες οι τουρκικές γεωτρήσεις στα ανοικτά της Κύπρου;
Όχι κατά τη γνώμη μου. Ακόμη και αν το στάτους της βόρειας Κύπρου είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, οι τουρκικές γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα δεν καλύπτονται νομικά.
Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σημαίνει αυτό ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν;
Η Τουρκία δεν δεσμεύεται νομικά από τη σύμβαση αυτή καθ’ αυτή, επειδή δεν έχει γίνει συμβαλλόμενο μέρος. Μόνο τα κράτη που επικυρώνουν ή προσχωρούν σε μια συνθήκη είναι νομικά υποχρεωμένα να την εφαρμόζουν. Επομένως, δεν έχει πρόσβαση στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και ούτε στην Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Όρια της Υφαλοκρηπίδας. Αλλά πολλοί από τους κανονισμούς της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως οι θαλάσσιες ζώνες και η αρχή της ευθυδικίας κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, έχουν στο μεταξύ εθιμική ισχύ. Δηλαδή, οι κανονισμοί ισχύουν ανεξάρτητα από τη σύμβαση και δεσμεύουν και μη συμβαλλόμενα μέρη, όπως η Τουρκία ή οι ΗΠΑ. Παρεμπιπτόντως, και αυτές οι χώρες αναγνωρίζουν ευρέως την ισχύ του εθιμικού δικαίου. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Τουρκία, αν και μη συμβαλλόμενο μέρος, επικαλείται κανονισμούς της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Ποιες δυνατότητες βλέπετε για να αποκλιμακώσουν η Άγκυρα, η Αθήνα και η Λευκωσία την ένταση που επικρατεί για την οριοθέτηση των ΑΟΖ και ενδεχομένως να λύσουν τις διαφορές;
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή ένα διεθνές δικαστήριο διαιτησίας θα μπορούσαν να αναλάβουν την υπόθεση. Προϋπόθεση είναι να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη. Μέχρι να εκδοθεί μια απόφαση ή να συναφθεί μια διμερής συμφωνία, θα μπορούσαν τα κράτη να συμφωνήσουν σε μια προσωρινή λύση που θα προβλέπει την από κοινού οικονομική ανάπτυξη (Joint Development) των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών. Από αυτή την προσωρινή λύση δεν θα προέκυπταν αξιώσεις και ούτε θα προκαταλάμβανε το αποτέλεσμα μιας μεταγενέστερης διευθέτησης. Τα κέρδη θα μοιράζονται ώσπου κάποτε, ίσως, συμφωνηθεί μια οριοθέτηση. Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η κοινή διαχείριση μπορεί τελικά να γίνει η μόνιμη λύση.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο