Παγκοσμιοποίηση με ...κλειστά σύνορα
9 Σεπτεμβρίου 2021Στο βιβλίο του «Επανεφεύρεση των συνόρων» ο Στέφεν Μάου, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, αμφισβητεί το παραδοσιακό δόγμα της παγκοσμιοποίησης. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) «μέχρι σήμερα είχαμε το αφήγημα των ανοιχτών συνόρων, μας έλεγαν ότι με την παγκοσμιοποίηση τα εθνικά σύνορα αποκτούν όλο και λιγότερη σημασία. Η δική μου θέση- και αυτή πραγματεύομαι στο βιβλίο- είναι ότι, παράλληλα με το άνοιγμα των συνόρων που αδιαμφισβήτητα βλέπουμε σε κάποιον βαθμό, η παγκοσμιοποίηση πυροδοτεί και μία αντίθετη τάση. Κάποια σύνορα κλείνουν, νέα τείχη υψώνονται. Στην ουσία πρόκειται για μηχανισμούς επιλογής και διαχωρισμού ανάμεσα σε εκείνους που επιτρέπεται να περάσουν τα τείχη και σε εκείνους που μένουν πίσω».
Και οι δύο αυτές αντίρροπες τάσεις -το άνοιγμα και το κλείσιμο των συνόρων- παρατηρούνται ταυτόχρονα, υποστηρίζει ο Στέφεν Μάου. Μόνο που η κοινή γνώμη, κυνηγώντας το ευγενές όραμα των ανοιχτών συνόρων και των ανοιχτών οριζόντων, μαθαίνει ελάχιστα για την άλλη, πιο σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Ίσως γιατί θεωρεί αυτονόητο ότι αυτό που συμβαίνει στον στενό κύκλο των προνομιούχων Ευρωπαίων πολιτών, στο «κλειστό κλαμπ» της ζώνης Σένγκεν, μπορεί να συμβεί εξίσου και αλλού.
Οι Αφρικανοί ταξίδευαν πιο ελεύθερα πριν 30 χρόνια
Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. «Θα έλεγα ότι η παγκοσμιοποίηση προκαλεί κινητικότητα, αλλά και ακινησία ταυτόχρονα». Εκτιμά ο γερμανός κοινωνιολόγος. «Πάρτε για παράδειγμα την ελεύθερη μετακίνηση για τουριστικούς σκοπούς. Στη δεκαετία του '70 οι πολίτες πολλών αφρικανικών, αλλά και ευρωπαϊκών χωρών μπορούσαν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό χωρίς βίζα, σε περισσότερες χώρες. Σήμερα δεν έχουν την ίδια ελευθερία. Οι περιορισμοί είναι περισσότεροι από εκείνους που προβλέπονταν πριν από 30, 40 χρόνια…»
Έτσι, κάποιοι προνομιούχοι μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα, ενώ την ίδια στιγμή οι λιγότερο προνομιούχοι, κυρίως οικονομικοί μετανάστες, μένουν «εκτός νυμφώνος». Μάλιστα ο Στέφεν Μάου πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. «Θα έλεγα ότι υπάρχει μία αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην ελευθερία των προνομιούχων και τον αποκλεισμό των υπολοίπων», εξηγεί. «Για να μπορούμε να ταξιδεύουμε εμείς, οι προνομιούχοι, οι ευπρόσδεκτοι, θα πρέπει να αποκλειστούν κάποιοι άλλοι και να μην μπορούν να ταξιδεύσουν. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμη και η έννοια της συνοριακής γραμμής έχει αλλάξει. Δεν μιλάμε για την κλασική ‘μπάρα' που βλέπαμε να ανοιγοκλείνει στα σύνορα, αλλά για ένα νοητό σύνορο, μακριά από την ίδια την επικράτεια της χώρας. Υπό αυτή την έννοια τα σύνορα της Ευρώπης αρχίζουν ήδη στην υποσαχάριο Αφρική».
«Χρυσά διαβατήρια» για τους προνομιούχους
Τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες στο Αφγανιστάν είναι ενδεικτικά για τις νέες διαχωριστικές γραμμές ανά τον κόσμο. Αλλά ο Στέφεν Μάου θεωρεί ότι η «επανεφεύρεση των συνόρων» ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, γύρω στο 2000-2001. Σήμερα μπορεί να έχει πέσει το Τείχος του Βερολίνου, ωστόσο περισσότερες από 70 χώρες σε όλον τον κόσμο έχουν υψώσει νέα τείχη, άλλοτε στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, άλλοτε με δηλωμένο στόχο τον περιορισμό της οικονομικής μετανάστευσης. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ενταχθεί στους «προνομιούχους», που υπερβαίνουν τα σύνορα;.
«Ασφαλώς το ευρωπαϊκό διαβατήριο έχει μεγάλη αξία» λέει ο γερμανός κοινωνιολόγος. «Εξ ου και το ‘χρυσό διαβατήριο' με το οποίο ένας πλούσιος αλλοδαπός μπορεί να πολιτογραφηθεί, δαπανώντας ένα σεβαστό ποσό. Αυτό γίνεται στην Κύπρο, στην Πορτογαλία, στην Αυστρία. Και γιατί θεωρείται ελκυστικό το μοντέλο; Όχι απαραίτητα γιατί οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν σε αυτές τις χώρες, αλλά γιατί αγοράζουν την ελευθερία διακίνησης, ελευθερία να δραστηριοποιηθούν οικονομικά στην ΕΕ. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι ο Βορράς της παγκοσμιοποίησης απολαμβάνει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, στον Νότο η ίδια ελευθερία προβλέπεται μόνο για συγκεκριμένες ομάδες κρατών, για παράδειγμα στις πλούσιες χώρες του Περσικού Κόλπου, ενώ η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική στις υπόλοιπες χώρες, ιδιαίτερα σε εκείνες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και πολιτική αστάθεια».
Μάνφρεντ Γκέτσκε (DLF)
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου