Ξεκίνησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
2 Σεπτεμβρίου 2020Το πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο της ετήσιας κινηματογραφικής σεζόν. Για την 77η χρονιά ωστόσο, οι προβολείς είναι στραμμένοι στην ίδια την εκδήλωση: Η Biennale di Venezia είναι το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ ταινιών που πραγματοποιείται κανονικά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, ταλαντευόταν ανάμεσα στην απόφαση να αναβάλλει ή να ακυρώσει το πιο ιστορικό φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο - όπως συνέβη στην περίπτωση του Φεστιβάλ των Καννών. Η απόφαση να πραγματοποιηθεί είναι, όπως αναφέρει και ο ίδιος, ένας αισιόδοξος συμβολισμός και μία πράξη υποστήριξης της βιομηχανίας του κινηματογράφου.
Ο επαναπροσδιορισμός στη διοργάνωση του φεστιβάλ
Σε συνεργασία με τις υγειονομικές αρχές εισήχθησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, ορισμένες αλλαγές στη διοργάνωση: Τα εισιτήρια είναι διαθέσιμα μόνο μέσω διαδικτύου, ενώ ο αριθμός των προβολών έχει αυξηθεί με σκοπό οι επισκέπτες να κατανεμηθούν καλύτερα στους χώρους. Για να καλυφθούν οι ανάγκες του αυξημένου αριθμού προβολών χτίστηκαν μάλιστα δύο νέοι υπαίθριοι κινηματογράφοι.
Αναφορικά με τους επισκέπτες του φεστιβάλ: θα γίνεται θερμομέτρηση όλων όσων εισέρχονται στο χώρο και φυσικά η είσοδος θα γίνεται μόνο με την απαραίτητη μάσκα. Επιπλέον, ανάμεσα στους θεατές θα υπάρχει πάντα μία θέση κενή.
Τέλος, το πρόγραμμα προβολών για την φετινή χρονιά είναι μειωμένο: Η σειρά "Venice Classics", στα πλαίσια της οποίας προβάλλονται κλασσικές ταινίες που έχουν αποκατασταθεί, θα μεταφερθεί στο φεστιβάλ "Il Cinema Ritrovato" στη Μπολόνια, ενώ η σειρά "Sconfini", η οποία περιλαμβάνει κυρίως πειραματικές ταινίες, έχει αναβληθεί. Επιπλέον, ο διαγωνισμός "Venice VR Expanded" με συμμετοχές εικονικής πραγματικότητας, ο οποίος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2017, θα γίνει μέσω Διαδικτύου. Παρόλα αυτά, «η καρδιά του φεστιβάλ» σώθηκε, σύμφωνα με τον Μπαρμπέρα.
Χρυσά λιοντάρια στην σκιά της πανδημίας
Και η καρδιά του Φεστιβάλ είναι οι υποψηφιότητες για το Χρυσό Λιοντάρι: Οι συμμετοχές είναι φέτος 18. Αν και ποσοτικά η διαφορά με τις προηγούμενες χρονιές δεν είναι μεγάλη, υπάρχουν αρκετές διαφορές.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν αισθητά λιγότερες αμερικανικές παραγωγές στη λίστα, καθώς λόγω της πανδημίας πολλές μεγάλες παραγωγές του Χόλυγουντ έχουν αναβάλει την κυκλοφορία τους. Στο φεστιβάλ κυριαρχεί για την φετινή χρονιά ο ιταλικός κινηματογράφος: 4 από τις 18 υποψηφιότητες προέρχονται από την Ιταλία, ενώ η ταινία Lacci, της ιταλίδας σκηνοθέτιδας Ντανιέλε Λουτσέττι ανοίγει το Φεστιβάλ.
Από την άλλη, φέτος υπάρχουν σημαντικά περισσότερες συμμετοχές από γυναίκες σκηνοθέτες. Μετά την έντονη κριτική για ανισότητα των φύλων στις επιλογές τα τελευταία χρόνια, φέτος συναγωνίζονται 8 γυναίκες για το Χρυσό Λιοντάρι – από τις συνολικά 18 ταινίες. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, η επιλογή έγινε «αποκλειστικά με βάση την ποιότητα και όχι ως αποτέλεσμα ποσοστώσεων φύλου».
Η Κέιτ Μπλάνσετ επικεφαλής της κριτικής επιτροπής
Η Βενετία όμως δεν μπορεί να κάνει χωρίς την αίγλη του Χόλιγουντ: Η βραβευμένη με Όσκαρ Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία τιμήθηκε ως η καλύτερη ηθοποιός στη Βενετία το 2007, είναι η φετινή πρόεδρος της επταμελούς επιτροπής. Μέλη της επιτροπής είναι επίσης ο γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Πέτσολντ, οι ηθοποιοί Ματ Ντίλον και Λουντιβίν Σανιέ, οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι Βερόνικα Φραντς και Τζοάνα Χογκ, καθώς και ο συγγραφέας Νικόλα Λαγκιόια.
Ενώ το βραβείο του χρυσού λέοντος για την καλύτερη ταινία αναμένεται με ανυπομονησία, ένα άλλο βραβείο έχει ήδη προαποφασιστεί: Η κινέζα σκηνοθέτιδα Ανν Χουί και η βρετανίδα ηθοποιός Τίλντα Σουίντον θα παραλάβουν βραβείο για το σύνολο του έργου τους και τη ζωή τους. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, επαίνεσε την 73χρονο σκηνοθέτιδα Χούι για την πολυπλοκότητα και την ευαισθησία, με την οποία συνδυάζει μεμονωμένες ιστορίες με σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, χαρακτήρισε την 59χρονη Σουίντον ως «μια από τις πιο πρωτότυπες και ισχυρές ηθοποιούς» με «απαράμιλλη προσωπικότητα και σπάνια ευελιξία».
Ματίας Μπέκονερτ
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου