Μία «Έκρηξη» στα γερμανικά σινεμά
16 Απριλίου 2015Οι κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας υποδέχονται την «Έκρηξη». Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα ζει και αναπνέει μέσα σε μια Ελλάδα που κλονίζεται από την οικονομική κατάρρευση και τις δηλητηριώδεις παραφυάδες της. Μέσα σε αυτό το σκηνικό βαδίζει και η Μαρία, η (αντι-) ηρωίδα της ταινίας, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Αγγελική Παπούλια.
Μία γυναίκα που περνά τα 30, παντρεμένη και έχοντας ήδη τρία παιδιά, φτάνει κάποια στιγμή στην οδυνηρή και ταυτόχρονα εξαγνιστική συνειδητοποίηση ότι θέλει να αλλάξει τα πάντα στη ζωή της. Η Μαρία ασφυκτιά στο ρόλο της υπεύθυνης κόρης, της τρυφερής συζύγου και της στοργικής μητέρας. Το φορτίο που καλείται να επωμιστεί είναι αβάσταχτο. Ο έρωτάς της με το Γιάννη, τον άντρα της, φαίνεται να αγγίζει σε στιγμές τα όρια του απωθημένου εξαιτίας της συχνής του απουσίας σε μακρινά και χρονοβόρα επαγγελματικά ταξίδια στη θάλασσα. Μία απουσία που σημαδεύει την καθημερινότητα της Μαρίας και βαραίνει ολοένα περισσότερο μέρα με τη μέρα. Τα χρέη που αφήνει πίσω η μητέρα της από την οικογενειακή επιχείρηση, όπου δούλευε η Μαρία εγκαταλείποντας εντελώς τις σπουδές της, μία ευθυνόφοβη αδελφή και ένας αμέτοχος και σιωπηρά συνένοχος πατέρας σφίγγουν ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω της.
«Εκφασισμός μέσα στα μικροαστικά σπίτια»
Η απελπισία της γίνεται θυμός και οργή, αλλά δεν σταματάει εκεί. Μετουσιώνεται σε δράση, όπως μας λέει η Αγγελική Παπούλια. «Η οργή ή ο θυμός, χωρίς να είναι φιλτραρισμένα μέσα από κάτι άλλο, είναι κάτι το οποίο φεύγει πολύ γρήγορα και είναι σαν μια εκπυρσοκρότηση που δεν έχει αποτέλεσμα, δηλαδή σαν ένα πυροτέχνημα. (...) Η Μαρία δεν αρκείται σ' αυτό. Γιατί είναι αρκετά εφηβικό, έχει μια εφηβική τρέλα, η οποία όμως δεν οδηγεί πουθενά. Νομίζω ότι μαζί μ' αυτό, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, έχει μελετήσει και έχει οργανώσει πολύ καλά τη φυγή ή τη ρήξη της με τα πράγματα και άρα είναι πολύ πιο αποτελεσματική και σε σχέση μ' αυτό που θέλει».
Η Μαρία θέλει να σπάσει τα δεσμά που τη συνδέουν με το παρελθόν της και επιλέγει την κατά μέτωπο επίθεση, χωρίς περιστροφές ή εκπτώσεις. Το ξέσπασμά της συνδυάζεται με μια νηφαλιότητα, που τη βοηθά να αντικρύσει με ωριμότητα και χωρίς ψευδαισθήσεις τη ζωή της. «Μία γελοία ζωή», όπως η ίδια ομολογεί, από την οποία θέλει να αποδράσει πάση θυσία και ριζοσπαστικοποιείται, όπως εξηγεί ο Σύλλας Τζουμέρκας. «Υπάρχει ριζοσπαστικοποίηση στην ταινία. Δηλαδή η νεότερη γενιά ριζοσπαστικοποιείται προς διάφορες κατευθύνσεις. Μία κατεύθυνση που δείχνει η ταινία είναι εξαιρετικά 'μαύρη'. Δηλαδή είναι αυτό που λέμε 'ο εκφασισμός μέσα στα μικροαστικά σπίτια'».
Ο Τζουμέρκας εμπλουτίζει τη σκηνοθετική δομή με εμβόλιμες εικόνες από πραγματικές επιθέσεις ακροδεξιών εναντίον ανυπεράσπιστων μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας και με ραδιοφωνικές μεταδόσεις που μιλούν για μαζικό κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το σκηνικό της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα λειτουργεί ως μοχλός αφήγησης, ως επιταχυντής των εξελίξεων που θα οδηγήσουν στην τελική έκρηξη της Μαρίας. Η ιστορία δεν παρουσιάζεται στον θεατή με γραμμικό τρόπο αλλά με ασυνέχειες. Ο σκηνοθέτης μεταπηδά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, επεξηγώντας, συμπληρώνοντας, αλλά και κορυφώνοντας τη δραματική ένταση, τη συναισθηματική φόρτιση και το αίσθημα σύγχυσης που κυριαρχεί στην ταινία.
«Κάθε κληρονομιά είναι δηλητηριώδης»
Η Μαρία γίνεται το σύμβολο μιας γενιάς που παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και επαναστατεί -ακόμη και ενάντια στα πρόσωπα που αγαπά, στην οικογένειά της. Το προσωπικό της δράμα, τα εμπόδια που καλείται να υπερβεί, έχουν εν πολλοίς τη σφραγίδα των γονιών της. Της προηγούμενης γενιάς, που δεν της είπε τι την περιμένει μεγαλώνοντας, δεν τη νουθέτησε, παρά μονάχα της κληροδότησε ένα βαρύ φορτίο.
Όπως λέει ο Σύλλας Τζουμέρκας, «κάθε κληρονομιά, από τον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια μέχρι σήμερα, είναι δηλητηριώδης. Αυτό στην περίπτωση της νεότερης γενιάς στην Ελλάδα έφτασε σε ένα απίθανο άκρο. Δηλαδή η προηγούμενη γενιά, η γενιά των πατεράδων μας, 'έφαγε' τα χρήματα της γενιάς του Εμφυλίου και τα χρήματα της νεότερης γενιάς. Αυτό είναι κάτι που έχει συμβεί και φυσικά εκεί υπάρχει κατηγορία, υπάρχει ένταση και νομίζω ότι είναι και ένα αδιαμφησβήτητο πια γεγονός, δηλαδή όλοι πρέπει να ζήσουμε πια μ' αυτό και οι χαρακτήρες της ταινίας επίσης πρέπει να λογαριαστούν μ' αυτό».
Άρης Καλτιριμτζής