Κ. Μητσοτάκης: Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια νέα Ελλάδα
28 Αυγούστου 2019Την πρώτη του συνέντευξη σε γερμανικό μέσο μετά τη νίκη του στις εκλογές του Ιουλίου παραχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Frankfurter Allgemeine Zeitung ενόψει της συνάντησής του με την Άγκελα Μέρκελ την Πέμπτη στο Βερολίνο. Μιλά για τα λάθη του προκατόχου του, τις προσδοκίες του από την καγκελάριο αλλά και την αξιοπιστία της Ελλάδας στο εξωτερικό. Μερικά σημεία της συνέντευξης:
Στην ερώτηση αν η ελληνική κρίση έχει παρέλθει ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά: «Οι τελευταίες εκλογές αποτέλεσαν ένα σημαντικό βήμα για να τεθεί οριστικά τέλος σε αυτό που εδώ και καιρό ήταν γνωστό ως ελληνική κρίση. Για πρώτη φορά μέσα σε δέκα χρόνια έχουμε μια κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή και επιπλέον μια κυβέρνηση που είναι ξεκάθαρα μεταρρυθμιστική. Με ένα κυβερνών κόμμα που κατάφερε να νικήσει τους λαϊκιστές στις εκλογές χωρίς να τους μιμείται και χωρίς υπερβολικές υποσχέσεις». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει την προηγούμενη κυβέρνηση «τραυματικό κεφάλαιο στην ιστορία μας» και αναφέρει ότι εκτός από το οικονομικό κόστος των πρώτων μηνών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ANEΛ επλήγη και η αξιοπιστία της Ελλάδας. Ο ίδιος περιγράφει σε άλλο σημείο την παρούσα κατάσταση της χώρας με «συγκρατημένη αισιοδοξία» και σημειώνει ότι υπάρχει ανακούφιση για το τέλος της εποχής ΣΥΡΙΖΑ. «Βλέπω με ικανοποίηση αλλά και έκπληξη το ότι η νέα κυβέρνηση είχε μια καλή αρχή και ότι αποδείχθηκε ικανή».
Η προσέλκυση επενδύσεων βασικός στόχος της επίσκεψης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην εκτενή συνέντευξη προς την FAZ ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην προσέλκυση επενδύσεων. «Οι επενδύσεις δεν θα έρθουν εν μια νυκτί» αναφέρει. «Επιπλέον βρισκόμαστε στην αρχή μιας οικονομικής ύφεσης στην Ευρώπη (…) H Eλλάδα θα πρέπει τώρα να αναπτυχθεί παρά τις αντιξοότητες της διεθνούς οικονομίας. Εντούτοις θα επωφεληθούμε από τα εμφανώς πλέον χαμηλότερα επιτόκια –επιτέλους και για την Ελλάδα. Και μπορούμε να επικεντρωθούμε γρήγορα στην υλοποίηση συμβολικά σημαντικών επενδυτικών πρότζεκτ, όπως πχ. η ιδιωτικοποίηση και ανάπλαση του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό». Ο πρωθυπουργός υπογραμμίζει επίσης: «Χρειαζόμαστε ξένες επενδύσεις και μάλιστα πολλές. Θα πρέπει να προέλθουν από πολλές κατευθύνσεις, και από τη Γερμανία. Γι αυτό έρχομαι στο Βερολίνο. Δεν πρόκειται για μια επίσκεψη όπου θα συζητηθούν λεπτομέρειες του προγράμματος εποπτείας των πιστωτών για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Μιλάμε για αυτά τα θέματα με τους θεσμούς των πιστωτών. Στο Βερολίνο έρχομαι με το αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα. Επιπρόσθετα, θέλω να παρουσιάσω τη θέση της Ελλάδας σε Γερμανούς επιχειρηματίες και να τους παρακινήσω να δουν τη χώρα μας υπό μια νέα οπτική (…) Για μένα αυτή η επίσκεψη αποτελεί ένα πρώτο βήμα για ένα νέο κεφάλαιο».
Σε ερώτηση αναφορικά με το αν θα θέσει στην καγκελάριο ζήτημα μείωσης του στόχου του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά: «Δεν θέλω να απασχολήσω την καγκελάριο με τέτοια θέματα. Διότι γνωρίζω την απάντηση: για αυτά αποφασίζουν οι αρμόδιοι θεσμοί. Δεν μου αρέσει έτσι κι αλλιώς η εικόνα Ελλήνων πρωθυπουργών που έρχονται στο Βερολίνο με μακρά λίστα αιτημάτων. Άλλωστε αυτό δεν λειτουργεί. Προτιμώ να μιλήσω για τις ελληνογερμανικές οικονομικές επαφές, για την μετανάστευση και τις σχέσεις με την Τουρκία. Γνωρίζω καλά την καγκελάριο και πιστεύω ότι και αυτή είναι πολύ ευχαριστημένη με το ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια φιλομεταρρυθμιστική κυβέρνηση από τους κόλπους του ΕΛΚ, που έχει επιπρόσθετα την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή».
Αναφορικά με τις σχέσεις της σημερινής Νέας Δημοκρατίας με το παρελθόν του κόμματος, που για πολλούς φέρει ευθύνες για το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κρίση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά μεταξύ άλλων: «Σε εμένα και στην ομάδα μου μας αρέσει να σπάμε τις προκαταλήψεις. Είναι αλήθεια ότι η ΝΔ είναι ένα παραδοσιακό κόμμα αλλά έχει αλλάξει πολύ. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να κερδίσει με 40% στις εκλογές έναντι του 22% που είχε αποσπάσει το 2015. Κάναμε κάτι σωστά, επειδή πολλοί μας εμπιστεύθηκαν για πρώτη φορά. Τώρα πλέον είναι δική μου ευθύνη να μην τους απογοητεύσω».
Ηandelsblatt: «Περισσότερη ελευθερία κινήσεων στην Αθήνα»
Την ατζέντα, με την οποία έρχεται την Πέμπτη στο Βερολίνο ο Έλληνας πρωθυπουργός, και τις προσδοκίες από την συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο σχολιάζει η Handelsblatt. «Η επίσκεψη στην Άγκελα Μέρκελ θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητη» σχολιάζει ο ανταποκριτής της HΒ στην Αθήνα Γκερτ Χέλερ. «Ο Μητσοτάκης έχει ένα συγκεκριμένο αίτημα: επιθυμεί χαλάρωση των αυστηρών μέτρων λιτότητας, με τα οποία οι πιστωτές πέρυσι το καλοκαίρι συμφώνησαν να απελευθερώσουν την Ελλάδα από το πρόγραμμα βοήθειας. Για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, η Ελλάδα αναμένεται να παράγει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Για τη συνέχεια έχει συμφωνηθεί 2,2%. Ο Μητσοτάκης θεωρεί αυτές τις απαιτήσεις πολύ αυστηρές. Ο νέος πρωθυπουργός ζητά περισσότερη χρηματοπιστωτική ελευθερία, ώστε με φοροελαφρύνσεις και επενδύσεις στις υποδομές να τονώσει την οικονομία που εξακολουθεί να είναι αδύναμη. Και έχει αρκετά καλά επιχειρήματα υπέρ του, ακόμη κι αν στη Γερμανία κανείς δεν θέλει να τα ακούσει μετά την εμπειρία της φαινομενικά αιώνιας ελληνικής διάσωσης».
Όπως αναφέρει ο σχολιαστής, «ο Μητσοτάκης έχει ήδη κάνει καλή αρχή», αναφερόμενος για παράδειγμα στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων ή την άρση των τελευταίων capital control, «μια κληρονομιά του καλοκαιριού της κρίσης το 2015». Όπως σημειώνει, αυτό θα έχει «θετική επίδραση στην πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Έτσι η Ελλάδα μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί και η βιωσιμότητα του χρέους βελτιώνεται». Ο σχολιογράφος σημειώνει στη συνέχεια ότι «οι αγορές εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους στον Μητσοτάκη», ωστόσο οι «δημόσιοι πιστωτές παραμένουν ακόμη διστακτικοί». Επιπλέον ανησυχούν ότι ενδεχόμενες παραχωρήσεις προς την Αθήνα θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν μια «νέα απληστία» εκ μέρους της Ιταλίας. «Για αυτό ο Μητσοτάκης», καταλήγει η HB, «δεν μπορεί να υπολογίζει σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις από την καγκελάριο. Αλλά δεν πρέπει να μείνει η επίσκεψη σε αυτό. Κι αυτό γιατί ο Έλληνας πρωθυπουργός χρειάζεται μια ευκαιρία. Η χαλάρωση των δημοσιονομικών απαιτήσεων θα μπορούσε να δώσει στην Ελλάδα το ρυθμό ανάπτυξης που χρειάζεται επειγόντως. Αυτό θα ήταν επίσης προς το συμφέρον των πιστωτών. Επειδή ένα είναι σαφές: μόνο αν η οικονομία βελτιωθεί, θα μπορέσουν οι Έλληνες να αποπληρώσουν τα χρέη τους.»
Δήμητρα Κυρανούδη