Η «διαχείριση του πόνου» των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
27 Απριλίου 2017Το Δεκέμβριο του 1944 λιγότεροι από 100 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνονται και συγκροτούν ένα προσωρινό διοικητικό συμβούλιο της εβραϊκής κοινότητας. Πρόκειται για άτομα που είτε είχαν τη δυνατότητα να κρυφτούν κατά το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής είτε είχαν φύγει αντάρτες στα βουνά. Από το Μάρτιο ως το Νοέμβριο του 1945 επιστρέφουν σταδιακά και 1500 επιζώντες των στρατοπέδων. Μαζί με τους περίπου 500 Εβραίους που είχαν καταφέρει να μείνουν στην Ελλάδα συγκροτούν τη νέα εβραϊκή κοινότητα. Για αυτούς τους επιζώντες της Σοά, του Ολοκαυτώματος και την προσπάθειά τους να οργανώσουν τη ζωή τους μεταπολεμικά μίλησε η καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ρίκα Μπενβενίστε στο Βερολίνο ως προσκεκλημένη του Κέντρου Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου.
Αυτοί που φύγαν και αυτοί που μείναν
Όπως επισημαίνει η κ. Μπενιβενίστε στην Deutsche Welle, τους πρώτους μήνες της μεταπολεμικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη αγνοούσαν ολότελα την τύχη αυτών που είχαν μεταφερθεί το 1943 στα στρατόπεδα στην Πολωνία και αλλού. Και όχι μόνο: «Όταν έρχεται ο πρώτος επιζών τον Μάρτιο, ο Λέων Μπατής, δεν τον πιστεύουν. Δεν τον πιστεύουν ότι θανατώθηκαν κατά αυτόν τον τρόπο τόσοι πολλοί άνθρωποι, ανάμεσα τους και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Αυτό αργούν να το συνειδητοποιήσουν και αργούν να το πιστέψουν.» Όλοι ήλπιζαν και περίμεναν να επιστρέψουν οι συγγενείς τους. Μόλις προς τα τέλη του 1945, όταν επιστρέφουν και οι τελευταίοι φυλακισμένοι των στρατοπέδων στη Θεσσαλονίκη, γίνεται πια κατανοητό ότι πάνω από το 90% των Εβραίων της πόλης είχαν δολοφονηθεί.
Το πένθος και η λύπη για το χαμό τόσων πολλών ανθρώπων δεν ήταν όμως τα μόνα αισθήματα από τα οποία διακατέχονταν όσοι επέζησαν. Το πρώτο διάστημα μετά τον πόλεμο επικράτησε απόσταση αλλά και δυσπιστία ανάμεσα σε αυτούς που είχαν μείνει στην Ελλάδα και σε αυτούς που είχαν εκτοπιστεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς που εκτοπίστηκαν, τους «Πολωνούς» όπως τους έλεγαν, και αυτούς που πολέμησαν στα βουνά δεν ήταν οι καλύτερες, επισημαίνει η Ρίκα Μπενβενίστε: «Αυτοί που κρύφτηκαν, και περισσότερο οι αντάρτες θεωρούν ότι ενδεχομένως οι ίδιοι επέδειξαν περισσότερο θάρρος. Αυτοί δε που επιστρέφουν από τα στρατόπεδα θεωρούν ότι οι ίδιοι μαρτύρησαν περισσότερο διότι δεν εγκατέλειψαν την οικογένεια τους. Υπάρχει κάτι το παράδοξο, το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε αλλά είναι κάπως περίεργο και απάνθρωπο – σαν να υπάρχει ένας ανταγωνισμός στον πόνο.» Στην πραγματικότητα, σημειώνει η Ρίκα Μπενβενίστε, θαρραλέοι ήταν και αυτοί που ανέβηκαν στο βουνό αλλά και αυτοί που έμειναν με τους δικούς τους και μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τις δύο πλευρές των επιζώντων η κ. Μπενβενίστε γνωρίζει καλά μέσα από τη δική της οικογένεια. Την περίοδο της Κατοχής ο πατέρας της, Ντικ Μπενβενίστε, ήταν αντάρτης ενώ η μητέρας της, Ζιζή Σαλτιέλ, είχε εκτοπιστεί με τους γονείς της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Μεγαλύτερες οι προκλήσεις από τις διαφορές
Οι διαφορές όμως σύντομα παραμερίστηκαν. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν «η αίσθηση της κοινής εμπειρίας, η οποία ενώνει και κατά κάποιο τρόπο, αμβλύνει τις αντιθέσεις – τουλάχιστον στα παιδιά. Είναι πολύ σημαντικό ότι τα παιδιά όλων των οικογενειών βρίσκονται μαζί. Βρίσκονται μαζί στα ίδια σχολεία, στις ίδιες κατασκηνώσεις, στο ίδιο παιδικό κέντρο.» Ο δεύτερος βασικός λόγος για την επαναπροσέγγιση ήταν οι μεγάλες προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Αυτοί που επέστρεψαν στην Θεσσαλονίκη δεν είχαν σχεδόν τίποτα. Το κράτος αρνιόταν συνήθως να τους επιστρέψει τις περιουσίες και τα σπίτια τους, που είχαν κατασχεθεί στην περίοδο της Κατοχής.
Πρωταρχικό μέλημα της νεοσυσταθείσας κοινότητας ήταν «να βρεθεί στέγη, πράγμα που ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Υπάρχουν κάποιοι που κατορθώνουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους ή που έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενηθούν ή να ανακτήσουν ένα δωμάτιο στο σπίτι τους. Υπάρχουν όμως για πάνω από δύο χρόνια 300 άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, για τους οποίους θα πρέπει να φροντίσει η κοινότητα.» Τα ταμεία της όμως ήταν άδεια, ενώ καταβλήθηκε ένας ολόκληρος αγώνας για να επιστραφούν σ’ αυτήν τα κτήρια που είχαν κατασχεθεί. Σε αυτή την κατάσταση βοήθησαν ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA), η αμερικανική εβραϊκή ανθρωπιστική οργάνωση Joint Distribution Committee αλλά και ομόθρησκοι σεφαραδίτες του εξωτερικού. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει την κατάσταση η Ρίκα Μπενβενίστε, η κοινότητα τα πρώτα χρόνια διαχειρίστηκε κατά κάποιο τρόπο «όλη αυτή τη φτώχεια και όλο αυτόν τον πόνο αυτών των ανθρώπων. Είναι μια διαχείριση πόνου.»
Ένα πέπλο σιγής
Το πρώτο διάστημα οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος μιλούσαν μεταξύ τους για τις εμπειρίες τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στο βουνό ή στις κρυψώνες. Αυτό άλλαξε όταν έκαναν οικογένειες και παιδιά. Το όλο θέμα αποτελούσε ταμπού. Όλοι γνώριζαν τι είχε συμβεί αλλά κανείς δεν μιλούσε. Ήταν μια σιγή που «βάραινε» θυμάται η Ρίκα Μπενβενίστε.
Και στην περίπτωση της διεκδίκησης των περιουσιών τους οι επιζώντες τήρησαν χαμηλούς τόνους. Είναι γεγονός ότι κατέβαλαν μετά το τέλος του πολέμου σχετικές προσπάθειες, οι οποίες όμως στις περισσότερες περιπτώσεις παρέμειναν άκαρπες. Ποιοι ήταν οι λόγοι για να μην προβάλλουν τότε πιο δυναμικά τα όντως δίκαια αιτήματα τους, να δώσουν μεγαλύτερη δημοσιότητα στην όλη υπόθεση; Έκριναν ότι θα ήταν καλύτερο να μην το κάνουν αν ήθελαν να έχουν μια ήρεμη ζωή στη Θεσσαλονίκη; Πιθανώς, εκτιμά η Ρίκα Μπενβενίστε, αλλά όχι μόνο. Ειδικά για κάποιον που είχε σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν είχε νόημα «να κλαίει ακόμη για το σπίτι που έχασε ή για αυτό που αναγκάστηκε να πουλήσει για δεκάρες ή για τα έπιπλα ή τα κοσμήματα.»
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο