Η άμεση δημοκρατία και το ελληνικό δημοψήφισμα
4 Οκτωβρίου 2016Με αφορμή τα δημοψηφίσματα που διενεργήθηκαν προ ημερών στην Ουγγαρία και την Κολομβία, η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου εξετάζει το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας. Σε εκτενές της σχόλιο εκτιμά ότι «η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας γίνεται αυτό το διάστημα πολύ συχνά αντικείμενο κατάχρησης». Όπως παρατηρεί η εφημερίδα του Μονάχου, οι σκέψεις που έκανε στο παρελθόν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ «ηχούν ελκυστικές, είναι και πάλι δημοφιλείς. Η άμεση δημοκρατία βιώνει μια αναγέννηση. Οι πολίτες αποφασίζουν οι ίδιοι για σημαντικά ζητήματα: οι Έλληνες για προγράμματα λιτότητας, οι Ελβετοί για τους μετανάστες, οι Βρετανοί για την Ευρώπη, οι Ούγγροι για τους πρόσφυγες και οι Κολομβιανοί για την ειρήνη (σ.σ. με τους αντάρτες Farc). Τον Δεκέμβριο οι Ιταλοί αποφασίζουν για αναθεώρηση του Συντάγματος. Σύντομα ενδέχεται οι Τούρκοι να ψηφίσουν για την θανατική ποινή και οι Σκωτσέζοι για την ανεξαρτησία τους», σημειώνει ο αρθρογράφος και συμπληρώνει: «Λέγεται ότι η φωνή του λαού δεν ακούγεται. Ωστόσο, πρέπει να επιτραπεί και το ερώτημα εάν αυτά τα δημοψηφίσματα φέρνουν περισσότερη δημοκρατία και πιο ικανοποιημένους πολίτες».
Το σχόλιο της SZ εστιάζει μεταξύ άλλων στο ελληνικό παράδειγμα. Όπως επισημαίνει, «και οι Έλληνες έπρεπε να βιώσουν το πόσο λίγο σέβονται μερικοί πολιτικοί τα δημοψηφίσματα. Το 2015 ψήφισαν ενάντια στα μέτρα λιτότητας των δανειστών. Η συνέπεια ήταν ότι τα μέτρα εφαρμόστηκαν και η χώρα βιώνει ένα πρόγραμμα λιτότητας δίχως προηγούμενο. (…) Έτσι απογοητεύονται οι δημοκράτες».
«Ο λαϊκισμός φρενάρει την ανάπτυξη»
Στο νέο World Economic Outlook του ΔΝΤ, την εξαμηνιαία έκθεση του οργανισμού για την παγκόσμια οικονομία, το Ταμείο προειδοποιεί για τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις. Μπορεί η πρόβλεψή του για παγκόσμια ανάπτυξη 3,1% για φέτος και 3,4% για το 2017 να μην αναθεωρήθηκε επί τα χείρω, ωστόσο αυτό κατέστη δυνατό μόνο χάρη στις επιδόσεις κάποιων αναδυόμενων οικονομιών, οι οποίες εξισορρόπησαν τα απογοητευτικά στοιχεία για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ, αλλά και επειδή οι επιπτώσεις του Brexit δεν ήταν μέχρι στιγμής τόσο σοβαρές όσο είχε εκτιμηθεί, επισημαίνεται στην έκθεση του ΔΝΤ. Στην έκθεση αυτή αφιερώνει το πρωτοσέλιδό της το νέο φύλλο της Süddeutsche Zeitung. Με τίτλο «Ο λαϊκισμός φρενάρει την ανάπτυξη» η εφημερίδα του Μονάχου γράφει ότι «ο πολιτικός λαϊκισμός, η οικονομική απομόνωση και η συνολική κριτική κατά της παγκοσμιοποίησης εξελίσσονται παγκοσμίως σε σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το ΔΝΤ…».
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΔΝΤ η εφημερίδα του Μονάχου επισημαίνει: «Θα πρέπει να προσέχει κανείς να μην βάζει τους πάντες και τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι: τον Τραμπ και τον Σάντερς, τη Λεπέν και τον Τσίπρα, την Πέτρι και την Βάγκενκνεχτ. Η δεξιά δεν το ίδιο με την αριστερά και ο οικονομικός εθνικισμός δεν είναι το ίδιο με την καλώς εννοούμενη κριτική της παγκοσμιοποίησης». Με αφορμή την έκθεση του Ταμείου η εφημερίδα στηλιτεύει «τις προσπάθειες δεξιών και αριστερών λαϊκιστών» που, όπως γράφει, επιχειρούν «να γυρίσουν το ρολόι πίσω. Όποιος πιστεύει ότι η ευημερία και η οικονομική ισχύς στο εσωτερικό αυξάνονται χτίζοντας τείχη, επανεισάγοντας δασμούς και ‘φέρνοντας πίσω στην πατρίδα' δουλειές (σ.σ. κατά τη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ), θα θέσει σε κίνηση ένα καθοδικό σπιράλ δράσης και αντίδρασης, το οποίο θα καταλήξει αναγκαστικά σε ύφεση και ανεργία παγκοσμίως. Το ίδιο θα πετύχει και όποιος διαλύει οικονομικά μπλοκ, παραιτείται από κοινά νομίσματα και σταματά τη μετανάστευση σε κράτη με κοινωνίες που γερνούν», σχολιάζει η SZ.
Στο ίδιο θέμα εστιάζει και το νέο φύλλο της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt. Υπό τον γλαφυρό τίτλο «Πόσο στοιχίζει πραγματικά ο λαϊκισμός», η εφημερίδα του Ντύσελντορφ επικεντρώνεται κυρίως στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο πρόσωπο του υποψήφιου των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ. Όπως σημειώνει, «η νευρικότητα για την έκβαση των εκλογών στις ΗΠΑ μεταδίδεται αργά και στις αγορές». Η Handelsblatt επισημαίνει ότι «η ανησυχία των οικονομικών ερευνητών φτάνει μέχρι τη Γερμανία. ‘Αν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακάμψει στις δημοσκοπήσεις, ενδέχεται να προκληθούν αναταράξεις στις χρηματαγορές', δήλωσε στην Handelsblatt ο πρόεδρος του Οικονομικού Ινστιτούτου IfO του Μονάχου Κλέμενς Φυστ. Και ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Μαρσέλ Φράτσερ εκφράζει τον φόβο ότι ‘ενδεχόμενη προεδρική θητεία του Τραμπ θα σήμαινε τέσσερα χαμένα χρόνια για την παγκόσμια οικονομία».
Στο αρχείο η υπόθεση Μπέμερμαν
Στο αρχείο έβαλε η εισαγγελία του Μάιντς την υπόθεση του γερμανού κωμικού Γιαν Μπέμερμαν, εναντίον του οποίου είχε προσφύγει ο τούρκος πρόεδρος εξαιτίας ενός σατιρικού ποιήματος που περιείχε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν. Το ζήτημα που ανέκυψε τον περασμένο Μάρτιο μετά την τηλεοπτική μετάδοση του επίμαχου ποιήματος, εξελίχθηκε σε διμερές «αγκάθι» μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας, με την καγκελάριο Μέρκελ να δίνει τελικά το «πράσινο φως» για εισαγγελική έρευνα κατά του Μπέμερμαν. Η εισαγγελία του Μάιντς αιτιολόγησε μεταξύ άλλων την απόφασή της λέγοντας μεταξύ ότι «αξιόποινες πράξεις δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν με την απαιτούμενη βεβαιότητα».
Το θέμα απασχολεί έντονα τον γερμανικό τύπο. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει ότι «μία και μοναδική φορά στη νεότερη γερμανική ιστορία η καγκελάριος Μέρκελ παραδέχθηκε ρητά ότι έκανε λάθος – αφού είχε χαρακτηρίσει το ποίημα του Μπέμερμαν για τον τούρκο πρόεδρο ‘σκοπίμως προσβλητικό'. Και τώρα η εισαγγελία του Μάιντς (…) της έδωσε δίκιο». Η εφημερίδα της Φραγκφούρτης εκτιμά ότι θα είχε βάση και η έκδοση εντάλματος επιβολής ποινής κατά του Μπέμερμαν από τον εισαγγελέα, ωστόσο παρόλα αυτά, όπως σχολιάζει, «στον Ερντογάν υπενθυμίζεται για άλλη μια φορά ότι η γερμανική δικαιοσύνη είναι πραγματικά ανεξάρτητη».
Την υπόθεση σχολιάζει και η Tageszeitung του Βερολίνου ως εξής: «Τρία σημαντικά πράγματα μαθαίνουμε από την αναστολή αυτής της διαδικασίας κατά του Γιαν Μπέμερμαν. Πρώτον, στην σάτιρα επιτρέπονται πραγματικά πολλά. Δεύτερον, το γερμανικό Σύνταγμα λειτουργεί. Τρίτον, η εισαγγελία αδιαφορεί για το γούστο της καγκελαρίου. Ειδικά το τρίτο σημείο έχει μεγάλη σημασία, καθώς η Άγκελα Μέρκελ τοποθετήθηκε πολύ νωρίς ανακοινώνοντας ότι το ποίημα του Μπέμερμαν για τον Ερντογάν συνιστά ‘σκοπίμως προσβλητικό κείμενο'. Σε αυτό ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την τουρκική κυβέρνηση. Συγχαρητήρια. Αυτό άφησε όμως αδιάφορη την εισαγγελία του Μάιντς», τονίζει η TAZ.
Άρης Καλτιριμτζής