Γιατί απεργούν οι Γερμανοί;
11 Φεβρουαρίου 2024Μετά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των αγροτών τη σκυτάλη των κινητοποιήσεων πήρε το προσωπικό εδάφους της αεροπορικής εταιρείας Lufthansa, για να ακολουθήσουν οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικά ιατρεία. Όλα αυτά μετά την πολυήμερη απεργία στους Γερμανικούς Σιδηροδρόμους και τις νέες προειδοποιητικές απεργίες στις δημόσιες συγκοινωνίες.
Για «συνθήκες Γαλλίας» ή «συνθήκες Βελγίου» κάνουν ενίοτε λόγο οι Γερμανοί, όταν αναφέρονται σε απεργιακά κύματα. Στην περίοδο 2012-2021 οι απεργίες στη Γερμανία, κατά μέσο όρο, δεν ξεπέρασαν τις 18 εργάσιμες ανά 1.000 εργαζόμενους τον χρόνο, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα η Γαλλία κατέγραφε 92 και το Βέλγιο 96 ημέρες απεργίας. Μεταφέρεται τώρα το ίδιο κλίμα στη Γερμανία; «Η εντύπωση αυτή προκαλείται, γιατί οι τελευταίες απεργίες εκδηλώνονται σε κλάδους που έρχονται σε άμεση επαφή με τον πολίτη, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες», επισημαίνει ο Τόρστεν Σούλτεν, πολιτικός επιστήμων και συνεργάτης του Iδρύματος Hans Böckler, που πρόσκειται στα συνδικάτα. Μπορεί να έχουν γίνει και άλλες απεργίες με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή, λέει ο Σούλτεν, για παράδειγμα στον κατασκευαστικό κλάδο, στη χημική βιομηχανία ή στη μεταλλουργία, που όμως δεν επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα, γι αυτό δεν γίνονται αντιληπτές από την κοινή γνώμη.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι όντως πληθαίνουν οι απεργίες το τελευταίο διάστημα, υποστηρίζει ο συνεργάτης του Ιδρύματος Hans Böckler. Μία εμπειρική εκτίμηση είναι πάντως, προσθέτει, ότι και τα ίδια τα συνδικάτα εκπλήσσονται για το πόσο πολλοί εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να πυκνώσουν τις τάξεις τους και να προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις. «Ασφαλώς βλέπουμε σήμερα περισσότερες απεργίες από ό,τι τα τελευταία 10 ή 20 χρόνια» εκτιμά από την πλευρά του ο οικονομολόγος Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) στο Βερολίνο. «Ωστόσο», συμπληρώνει, «υπήρξαν άλλες εποχές, στη δεκαετία του '80 για παράδειγμα, στις οποίες οι κινητοποιήσεις ήταν ακόμη πιο συχνές».
Ο πληθωρισμός βγάζει τον κόσμο στους δρόμους
Κύριος λόγος για τις εντεινόμενες κινητοποιήσεις είναι ο καλπάζων πληθωρισμός. «Πολλοί αντιλαμβάνονται ότι η αγοραστική τους δύναμη έχει συρρικνωθεί, γιατί τα τελευταία τρία χρόνια η αύξηση των μισθών είναι αισθητά χαμηλότερη από εκείνη του πληθωρισμού», επισημαίνει ο Μαρσέλ Φράτσερ. «Επιπλέον δε, το γεγονός ότι 1,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παραμένουν κενές, δίνει στους εργαζόμενους μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Απαιτούν όχι μόνο καλύτερη πληρωμή, αλλά και καλύτερες συνθήκες εργασίας και φαίνονται αποφασισμένοι να αγωνιστούν για τα αιτήματά τους». Παράδειγμα αποτελούν οι τελευταίες κινητοποιήσεις στους Γερμανικούς Σιδηροδρόμους, με τους εργαζόμενους να διεκδικούν όχι μόνο μισθολογικές αυξήσεις, αλλά και λιγότερες ώρες εργασίας.
Γενικότερα στην αγορά εργασίας το εκκρεμές φαίνεται να κινείται από την πλευρά των εργοδοτών σε εκείνη των εργαζομένων. «Θεωρώ πολύ πιθανό να δούμε ακόμη περισσότερες απεργίες μέσα στα επόμενα δύο, τρία χρόνια, υπάρχουν ήδη σχετικές ενδείξεις», τονίζει ο Μαρσέλ Φράτσερ. Άλλωστε, εντός του 2024 θα πρέπει να ανανεωθούν οι συλλογικές συμβάσεις σε κομβικούς κλάδους της γερμανικής οικονομίας, όπως ο τραπεζικός τομέας, ο κατασκευαστικός κλάδος, η μεταλλουργία, τα Γερμανικά Ταχυδρομεία. Συνολικά 12 εκατομμύρια εργαζόμενοι προσδοκούν νέες συλλογικές συμβάσεις με ικανοποιητικές μισθολογικές αυξήσεις.
Ενισχύεται ο ρόλος των συνδικάτων
Μία ιδιαίτερα ικανοποιητική εξέλιξη για το συνδικάτο Verdi, που εκπροσωπεί εκατομμύρια εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον κλάδο των υπηρεσιών, ήταν ότι το 2022 κατέγραψε 40.000 νέα μέλη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση μέσα σε έναν χρόνο από την ίδρυση του συνδικάτου το 2001. Κατά τα λοιπά, μάλλον μείωση των μελών τους καταγράφουν τα συνδικάτα, καθώς υφίστανται τις συνέπειες των δημογραφικών εξελίξεων.
Στις προηγούμενες δεκαετίες τα συνδικάτα είχαν αποδυναμωθεί και για έναν ακόμη λόγο: πολλοί εργαζόμενοι δεν υπάγονταν σε κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, αλλά σε ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '90 το ποσοστό των εργαζομένων που υπάγονταν σε κλαδικές συλλογικές συμβάσεις έφτανε το 80%, σήμερα δεν υπερβαίνει το 50%. Παρουσιάζει όμως αυξητική τάση. Αυτό συμβαδίζει απολύτως με τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που προβλέπει ότι τουλάχιστον το 80% των θέσεων εργασίας θα πρέπει να διέπεται από τις κλαδικές συμβάσεις. Σχετική οδηγία έχει εκδοθεί από το 2022, με τα κράτη-μέλη να έχουν στη διάθεσή τους περίοδο δύο ετών για την ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο.
(Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου)