Αύξηση πόρων για την πολιτική ασύλου;
12 Μαρτίου 2014Σύμφωνα με άτυπη συμφωνία που έχει ήδη επιτευχθεί με τις εθνικές κυβερνήσεις, ο προϋπολογισμός του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης στην επόμενη επταετία θα ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ. Όλα αυτά στο πλαίσιο ενός νομοθετικού πακέτου για τη μεταναστευτική πολιτική και το άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει έναν οριζόντιο κανονισμό συν τρεις επί μέρους νομοθετικές ρυθμίσεις για το Ταμείο Ασύλου, τα εξωτερικά σύνορα και τις θεωρήσεις, καθώς και τη βελτίωση της αστυνομικής συνεργασίας εντός ΕΕ.
Οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι η ενιαία κωδικοποίηση και απλοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για μία ενιαία πολιτική ασύλου. Όπως επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και εκ των εισηγητών του νέου νομοθετικού πακέτου Μάριαν Ζαν Μαρινέσκου, «νομίζω ότι είναι μία καλή πρόταση και ελπίζω ότι, αν συνεχίσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, στο μέλλον θα έχουμε και μία κοινή πολιτική ασύλου, γιατί προς το παρόν δεν την έχουμε. Τα εθνικά συμφέροντα παραμένουν πολύ διαφορετικά. Αλλά τα κράτη-μέλη στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση, ζητούν ένα κοινό σύστημα, ώστε να διαμοιράζονται οι άνθρωποι αυτοί ανά την Ευρώπη».
«Αύξηση» πόρων ως αντιστάθμισμα στη «μείωση»;
Ήδη πέρσι η ΕΕ είχε αυξήσει τη συμμετοχή των ευρωπαϊκών ταμείων σε ζητήματα μετανάστευσης για τις «χώρες της κρίσης». Η προβλεπόμενη αύξηση πόρων για τη βελτίωση των συστημάτων ασύλου έχει όμως μία υποσημείωση, τονίζει ο Ρουμάνος ευρωβουλευτής: συνοδεύεται από μείωση πόρων στο «κομμάτι» της επιτήρησης των εξωτερικών συνόρων, και αυτό γιατί ο συνολικός προϋπολογισμός της ΕΕ μειώνεται στην περίοδο 2014-2020.
«Τα επίπεδα χρηματοδότησης καθορίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και γνωρίζετε ότι ο συνολικός προϋπολογισμός έχει περικοπεί και μάλιστα σημαντικά» λέει ο Μάριαν Ζαν Μαρινέσκου στη Deutsche Welle. Από και και πέρα η Κομισιόν, αναλαμβάνοντας να μοιράσει τα χρήματα, έκανε περικοπές, για παράδειγμα έκοψε περίπου 1,1 δισεκατομμύριο από τα κονδύλια για την εσωτερική ασφάλεια. Αυτή είναι δυστυχώς η κατάσταση».
Κατά κάποιον τρόπο γίνεται μεταφορά πόρων από το κομμάτι της αστυνόμευσης σε εκείνο της κοινωνικής ένταξης. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, τονίζει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Στρασβούργο Γκάμπυ Τσίμερ:«Εμείς ασκούμε έντονη κριτική στην Frontex, στην προσπάθεια που γίνεται στα εξωτερικά σύνορα να εμποδίσουμε την άφιξη των ανθρώπων αυτών σε ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά και στο γεγονός ότι με βάση το Δουβλίνο 2 έχουμε αφήσει χώρες οπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Βουλγαρία να αντιμετωπίσουν μόνες τους το πρόβλημα του ασύλου και της μετανάστευσης. Θέλουμε εξαιρέσεις από το Δουβλίνο 2, αυτό θα ήταν πραγματική ένδειξη αλληλεγγύης. Αντί γι’ αυτό τι βλέπουμε; Ότι μεγάλο μέρος των κονδυλίων καταληγει στη Frontex για να κλείσουμε ακόμη πιο ερμητικά τα σύνορά μας».
Κοινωνική ένταξη αντί αστυνόμευσης
Πιο θετικά αντιμετωπίζει το νέο νομοθετικό πακέτο ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Νίκος Χρυσόγελος. Επισημαίνει μάλιστα ότι η μεγαλύτερη χρηματοδότηση δράσεων για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών ανταποκρίνεται σε ένα μόνιμο αίτημα των τελευταίων ετών. «Είναι μία κριτική που έχουμε ασκήσει πολλές φορές: ότι μέχρι τώρα δίνονταν πολλοί ευρωπαϊκοί πόροι για την προστασία των εξωτερικών συνόρων, αλλά πολύ λιγότεροι για να ενισχύουν τις πολιτικές ένταξης. Ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουμε σήμερα σε χώρες -όπως η Ελλάδα- που δεν έχουν πολιτικη ένταξης, είναι ακριβώς ότι η κοινωνία δεν βλέπει τέτοιες διαδικασίες ένταξης των μεταναστών- δημιουργούνται γκέτο, περιθωριοποιούνται οι άνθρωποι αυτοί- κι έτσι αντιδρά φοβικά στα φαινόμενα της μετανάστευσης».
Στο πλαίσιο του κοινοτικού προϋπολογισμού που είχε ολοκληρωθεί το 2013, ιδρύθηκε για πρώτη φορά ένα «δίκτυο μεσογειακών χωρών» για θέματα ένταξης. Τώρα η προσπάθεια για διασυνοριακή συνεργασία πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα και, οπως επισημαίνει ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων, «έχει σχέση με τη δυνατότητα κοινών δράσεων μεταξύ διαφόρων χωρών και ίσως εκεί έχει μεγάλο ενδιαφέρον το θέμα της δημιουργίας κέντρων υποδοχής, στην οποία θα συμμετέχουν διαφορετικές χώρες. Αυτό θα σήμαινε ότι θα υπήρχε η δυνατότητα να κατευθυνθούν άνθρωποι που μεταναστεύουν στην Ευρώπη σε διάφορες χώρες, ανάλογα και με τις ανάγκες».
Γιάννης Παπαδημητρίου, Στρασβούργο
Υπεύθ. σύνταξης: Άρης Καλτιριμτζής