7,3 εκατομμύρια εργάζονται για λιγότερα από 400 ευρώ μηνιαίως
27 Απριλίου 2011Διαφήμιση
Σε διάστημα επτά ετών η κατηγορία αυτή των εργαζομένων έφτασε τα 7,3 εκατομμύρια, αυξήθηκε δηλαδή κατά 1,6 εκατομμύρια σε σχέση με το 2003.
Συνδικάτα και εργοδοτικοί σύνδεσμοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο της χαμηλόμισθης και ανασφάλιστης εργασίας που αποσκοπούσε στην επανένταξη ανέργων στην κανονική αγορά εργασίας έχει αποτύχει. Ελάχιστοι από τα 7,3 εκατομμύρια των ανθρώπων που αμείβονται με λιγότερο από 400 ευρώ τον μήνα καταφέρνουν να επανέλθουν στην αγορά εργασίας. Και παρά ταύτα δεν θεωρούνται άνεργοι. Στην σχετική στατιστική καταγράφονται ως απασχολούμενοι.
Έτσι σε μερικές ημέρες που θα δημοσιοποιηθούν τα νέα στοιχεία από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας, ο αριθμός των καταγεγραμμένων ανέργων δεν θα υπερβαίνει κατά πολύ τα 3 εκατομμύρια.
Και αυτό γιατί όπως εξηγεί η Ιλόνα Μίρτσιν: «Στην στατιστική που αφορά τους άνεργους καταγράφονται όσοι πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: Είναι 15 έως 65 ετών, έχουν καταγραφεί στα γραφεία εύρεσης εργασίας και να είναι διατεθειμένοι να εργασθούν. Καταγράφονται επίσης εκείνοι που εργάζονται λιγότερο από 15 ώρες την εβδομάδα».
Στην σχετική στατιστική δεν καταγράφονται επίσης όσοι μετέχουν σε σεμινάρια μετεκπαίδευσης ή επιμόρφωσης και φυσικά όσοι ψάχνουν δουλειά χωρίς τη διαμεσολάβηση των γραφείων εύρεσης εργασίας.
Αρνητικές είναι οι προοπτικές για τους αλλοδαπούς και τους ηλικιωμένους
Τα περίπου τρία εκατομμύρια των ανέργων χωρίζονται σε δύο κυρίως κατηγορίες. Εκείνους που λαμβάνουν επίδομα εργασίας και εκείνους που λαμβάνουν το λεγόμενο βοήθημα Hartz IV. Ο χρόνος χορήγησης του επιδόματος ανεργίας δεν ξεπερνά συνήθως τον ένα χρόνο. Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται από τα ταμεία της ασφάλειας ανεργίας. Αντίθετα το βοήθημα Hartz IV καταβάλλεται για όσο χρονικό διάστημα το χρειάζεται ο δικαιούχος. Οι σχετικοί πόροι προέρχονται από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Οι άνεργοι πάντως που έχουν να επιδείξουν τίτλους επαγγελματικής κατάρτισης βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο στην αγοράς εργασίας, εξηγεί η Ιλόνα Μίρτσιν και προσθέτει: «Στην Γερμανία που είναι μια χώρα υψηλής τεχνολογίας γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρει δουλειά ένας ανειδίκευτος. Και μακροπρόθεσμα θα υπάρχουν όλο και λιγότερες θέσεις εργασίας για ανειδίκευτους».
Αρνητικές είναι όμως οι προοπτικές και για άλλες κατηγορίες εργαζομένων: τους αλλοδαπούς και τους ηλικιωμένους. «Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι οι ηλικιωμένοι έχουν μεγάλες δυσκολίες επανένταξης στην αγορά εργασίας εάν χάσουν τη δουλειά τους. Ο μέσος χρόνος ανεργίας των ηλικιωμένων είναι πολύ μεγαλύτερος από τον μέσο χρόνο ανεργίας των υπολοίπων κατηγοριών», επισημαίνει η κα Μίρτσιν.
Και όταν λέμε ηλικιωμένος, εννοούμε όποιος είναι άνω των 50 ετών.
Και ακριβώς αυτές οι κατηγορίες ανέργων δημιουργούν τη στρατιά των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων.
Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι ακόμη και το μέτρο της κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης εργασίας είναι καλύτερο από την απόλυτη ανεργία. Η άλλη πλευρά αντιτείνει ότι οι λεγόμενες mini jobs πιέζουν προς τα κάτω τις αμοιβές των κανονικών εργαζομένων και προκαλούν αυτό που λέμε dumping στους μισθούς.
Είναι βέβαιο ότι τα νεότερα στατιστικά στοιχεία θα πυροδοτήσουν μια νέα συζήτηση για το μέλλον των mini jobs και θα επαναφέρουν στην επικαιρότητα το αίτημα των συνδικάτων για την κατοχύρωση του κατώτατου μισθού.
Σταμάτης Ασημένιος, DW
Υπεύθ. Σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου
Διαφήμιση