20 χρόνια μετά την ανεξαρτησία εκτός ΝΑΤΟ και Ε.Ε
8 Σεπτεμβρίου 2011Διαφήμιση
Όταν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1991 το 98% του πληθυσμού οδηγούσε τη χώρα στην αυτονομία και την ανεξαρτησία, ο κοινός στόχος ήταν η ένταξή της στους διεθνείς οργανισμούς. Αυτός φάνταζε τότε εξαιρετικά εφικτός έχοντας την συνολική υποστήριξη της πολιτικής και την ευρεία κοινωνική συναίνεση για μία εκδημοκρατισμένη και οικονομικά εύρωστη χώρα. Σήμερα παραμένει ακόμη το ζητούμενο.
Παραμένει εκτός
Η ανεξαρτητοποίηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (Π.Γ.Δ.Μ) έγινε επί τη βάσει του δημοψηφίσματος του 1991 μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Η αναγνώρισή της από τα δυτικά κράτη υπήρξε όμως μία διαδικασία ετών, αν και η επιτροπή διαιτησίας της Ε.Ε που εξέταζε το ζήτημα, θεωρούσε ήδη από το 1992 ότι αυτή και η Σλοβενία πληρούσαν τις προϋποθέσεις για διεθνή αναγνώριση. Αυτή ήρθε με πρωτοβουλία της Γερμανίας μόλις το 1996, ενώ είχε προηγηθεί η αναγνώριση Κροατίας και Σλοβενίας.
Η ένταξή της στον Ο.Η.Ε. έγινε εφικτή το 1993 υπό τον όρο να υιοθετήσει την προσωρινή ονομασία FYROM, μετά από απαίτηση της ελληνικής πλευράς.
Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έπρεπε να αντεπεξέλθει σε δύο εμπάργκο. Ένα διεθνές ενάντια στη Σερβία και ένα μονομερές εμπορικών συναλλαγών από την πλευρά της Ελλάδας. Το 1999, κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας, εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της 300.000 πρόσφυγες. Το 2001 έφτασε η ίδια στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου.
Το 2005 πήρε το καθεστώς υποψήφιας χώρας-μέλους στην Ε.Ε, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ωστόσο δεν έχουν αρχίσει ακόμη. Ίδια κατάσταση και με το ΝΑΤΟ, το οποίο, αν και τη θεωρεί έτοιμη από το 2008, δεν τη δέχεται στους κόλπους του.
Τα δύο «αγκάθια»
Ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό είναι τα προβλήματα που παραμένουν ακόμα στην ημερήσια διάταξη από τη στιγμή της ανεξαρτησίας της χώρας. Οι αντιθέσεις που δημιουργεί η πολυεθνική σύσταση του πληθυσμού και η διαμάχη του ονόματος με την Ελλάδα. Το πρώτο ομαλοποιήθηκε μετά την λήξη των συγκρούσεων μεταξύ των εξεγερμένων Αλβανοφώνων και των εγχώριων δυνάμεων ασφαλείας το 2001. Η ειρήνευση επισημοποιήθηκε με την υπογραφή της συνθήκης της Οχρίδας έπειτα από δυτική παρέμβαση. Αυτή βελτίωσε αισθητά το καθεστώς της αλβανικής μειονότητας προσφέροντας στους εκπροσώπους της δικαίωμα συμμετοχής στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι. Οι Αλβανοί είναι έκτοτε συστατικό στοιχείο των κυβερνητικών συνασπισμών στα Σκόπια. Μάλιστα η αλβανική είναι επίσημη γλώσσα στο κοινοβούλιο και η αλβανική σημαία αναρτάται νόμιμα πλάι σε αυτήν της Π.Γ.Δ.Μ.
Η διαμάχη με την Ελλάδα για την ονομασία της χώρας συνιστά παράδοξο στις διεθνείς σχέσεις, καθώς δεν είθισται μια χώρα να αμφισβητεί το δικαίωμα μιας άλλης στην ονομασία της.
Η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είναι αναγνωρισμένη από 133 χώρες, μεταξύ των οποίων και τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ., τις Η.Π.Α., την Κίνα και τη Ρωσία. Η Ελλάδα φοβάται ότι με την αναγνώριση αυτού του ονόματος θα εγερθούν αξιώσεις επί των εδαφών της. Θεωρείται παρόλα αυτά απίθανο να απειληθεί η Ελλάδα από μία χώρα μόλις δύο εκ. κατοίκων, εξαρτημένη οικονομικά από ελληνικές επενδύσεις, με ένοπλες δυνάμεις μερικών χιλιάδων ανδρών και με ένα σύνταγμα που απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε εδαφική διεκδίκηση έναντι των γειτόνων.
Η χώρα αυτή με το συγκεκριμένο όνομα υπήρξε ομόσπονδη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας για περίπου 50 χρόνια χωρίς να προκύψουν σοβαρές ελληνικές αντιρρήσεις. Λόγω της διαμάχης για το όνομα η Αθήνα εμποδίζει την πορεία των Σκοπίων προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αν και η συμφωνία του 1995 μεταξύ των δύο πλευρών προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο. Και οι δύο πλευρές έχουν οδηγηθεί σε ένα δυσνόητο για τρίτους αδιέξοδο, η Αθήνα με την εμμονή της στην ιδιοκτησία ονομάτων και τα Σκόπια με μια προϊούσα αναθεώρηση της ιστορίας της χώρας επί το αρχαιοπινές και με μια περίεργη «αλεξανδρολαγνεία».
Από γερμανική σκοπιά
Το γερμανικό κοινοβούλιο σε διακήρυξή του το 2004 πρότεινε την αναγνώριση του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας» χωρίς να είναι σε θέση να προχωρήσει μόνη στην υλοποίηση της, καθώς σε αυτό το θέμα δεσμεύεται από την κοινή γραμμή της Ε.Ε. Όπως είχε εξηγήσει ο πρώην Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών Γκέρνοτ Έρλερ το 2009, το Βερολίνο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα όσο το πρόβλημα του ονόματος έμενε άλυτο.
Στις αρχές της εβδομάδας σε συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Π.Γ.Δ.Μ. Νίκολα Ποπόλσκι με τον Γερμανό ομόλογό του Γκίντο Βέστερβελε στο Βερολίνο, ο τελευταίος δήλωσε: «Προσδοκούμε την επιτυχία των συζητήσεων που διεξάγονται μεταξύ των δύο πλευρών υπό τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ.. Εύχομαι από καρδιάς και για το συμφέρον των Μακεδόνων, αλλά και της Ευρώπης και όλων των χωρών- μελών της, οι δυσκολίες που υπάρχουν σήμερα να μπορέσουν σύντομα να ξεπεραστούν».
Η ευρωβουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών Ντόρις Πακ θεωρεί το ελληνικό βέτο απέναντι στην πρώην γιουγκοσλαβική χώρα «άδικο και αντιευρωπαϊκό».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Γερμανού ιστορικού Κρίστιαν Φος σε παλαιότερη συνέντευξή του στη Deutsche Welle, ο οποίος θεωρεί ότι πίσω από τα εμπόδια που θέτει η Ελλάδα υπάρχει το θέμα των μειονοτήτων. Όντας γνώστης του θέματος των μειονοτήτων στη Βόρεια Ελλάδα, μίλησε για την πολιτική αφομοίωσης που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση στη δεκαετία του `30 έναντι των σλαβοφώνων της περιοχής. Μετά τον εμφύλιο του `46-`49 δεκάδες χιλιάδες εξ αυτών απελάθηκαν καθώς είχαν πολεμήσει στο πλευρό των κομμουνιστών.
Ο Φος κατέληγε τονίζοντας ότι η προϊστορία αυτή ίσως και να ερμηνεύει την ανένδοτη ελληνική στάση στην επίλυση αυτής της σύγχρονης εκδοχής του «μακεδονικού ζητήματος».
Zoran Jordanovski / Άρης Καλτιριμτζής
Υπεύθ. σύνταξης: Σπύρος Μοσκόβου
Διαφήμιση