Έξαρση βίας στη Γερμανία όπως κάποτε στα γαλλικά προάστια;
22 Ιουλίου 2020Για δεύτερη φορά μέσα στο φετινό καλοκαίρι μια δεύτερη γερμανική μεγαλούπολη γνωρίζει την έξαρση της βίας στους δρόμους.Τον Ιούνιο η Στουτγάρδη με τις καταστροφές και τα επεισόδια σε κεντρικό εμπορικό δρόμο και τώρα η Φρανκφούρτη, η οικονομική μητρόπολη της Γερμανίας. Και στις δύο περιπτώσεις σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ νεαρών και αστυνομικών και βανδαλισμοί: έσπασαν βιτρίνες, λεηλατήθηκαν καταστήματα ή πετάχτηκαν σκουπίδια στους δρόμους. Εικόνες από βίντεο που καταγράφηκαν στην Φρανκφούρτη δείχνουν νεαρούς να ρίχνουν γυάλινα μπουκάλια κατά αστυνομικών και να πανηγυρίζουν.
Και τα δύο αυτά περιστατικά βίας έχουν ανοίξει στη Γερμανία έναν μεγάλο δημόσιο διάλογο: Πώς σχετίζονται τα πρόσφατα περιστατικά έξαρσης της βίας με τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού; Τι εξυπηρετεί η συνεχής αναφορά στο ότι η πλειοψηφία των ταραξιών έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο; Και ελλοχεύει ο κίνδυνος να ζήσει και η Γερμανία εικόνες που έχουμε δει κατά καιρούς στα υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια;
Ο κορωνοϊός ως αιτία ανάφλεξης της κοινωνικής βίας
Ο κορωνοϊός φαίνεται ότι λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως παράγοντας που πυροδοτεί αναστάτωση, ανέφερε στη DW o πολιτικός επιστήμονας Στέφαν Λουφτ, όμως δεν είναι η μοναδική αιτία για την έξαρση της βίας. Την εκτίμηση αυτή συμμερίζεται και ο εγκληματολόγος Ντιρκ Μπάιερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παραβατικότητας και Πρόληψης Εγκλήματος στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών της Ζυρίχης. «Οι νέοι βράζουν. Ο κορωνοϊός έχει επιφέρει μεγάλη απογοήτευση, αλλά πρέπει να συνεκτιμηθούν κι άλλοι παράγοντες» αναφέρει ο Ντιρκ Μπάιερ.
Τα συστατικά της βίας και στις δύο περιπτώσεις στη Γερμανία είναι κοινά: κατανάλωση αλκοόλ και μετά ξέσπασμα ταραχών. Στη συνέχεια παρενέβη η αστυνομία και η κατάσταση κλιμακώθηκε. Όταν συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός νεαρών συνήθως ατόμων, κάποιοι εκ των οποίων έχουν ήδη βίαιο παρελθόν, ενδέχεται σύντομα να μετατραπούν σε βίαιη μάζα. «Τότε μπορεί η κατάσταση να γίνει εκρηκτική» αναφέρει ο εγκληματολόγος. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη και στην Φρανκφούρτη. Σύμφωνα με την αστυνομία, η συντριπτική πλειονότητα των 39 συλληφθέντων είναι ήδη γνωστή στην αστυνομία για εγκλήματα όπως κλοπές ή διακίνηση ναρκωτικών.
Το «μεταναστευτικό υπόβαθρο» και ο κίνδυνος του στιγματισμού
Τόσο στη Στουτγάρδη όσο και στη Φρανκφούρτη, ένα σημαντικό ποσοστό των νεαρών ταραξιών έχει «μεταναστευτικό υπόβαθρο», σύμφωνα με τις αρχές. Στη Στουτγάρδη οι μισοί και στη Φρανκφούρτη η συντριπτική πλειοψηφία. Ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ασαφές και αμφιλεγόμενο τι ακριβώς σημαίνει «μεταναστευτικό υπόβαθρο». Πρόκειται για αιτούντες άσυλο ή για άτομα με μεταναστευτική βιογραφία στην οικογένειά τους; Τα στοιχεία αυτά οδηγούν σε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο το μεταναστευτικό υπόβαθρο σχετίζεται με την αύξηση της βίας.
Μάλιστα εκπρόσωποι του εθνολαϊκιστικού κόμματος ΑfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) αλλά και του συγκυβερνώντος συντηρητικού CDU (Χριστιανοδημοκράτες) διαμαρτύρονται για τον κίνδυνο που συνεπάγεται η αποτυχημένη ένταξη των μεταναστών για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Άλλοι πάντως εκφράζουν φόβο για τον κοινωνικό στιγματισμό Γερμανών πολιτών με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ο Στέφαν Λουφτ θεωρεί ότι η αποτυχημένη πολιτική ένταξης τέτοιων παιδιών στη γερμανική κοινωνία μπορεί να εξηγήσει εν μέρει περιστατικά βίας, όπως στις δύο γερμανικές πόλεις. «Έχουν μια διαιρεμένη ταυτότητα. Από τη μια πλευρά απομακρύνονται από την καταγωγή τους και από τη γενιά των γονιών τους, αλλά από την άλλη δεν έχουν ενταχθεί πλήρως στην πραγματικότητα της χώρας υποδοχής. Kινούνται λοιπόν σε ένα πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να υπάρξει κλιμάκωση βίας» εκτιμά ο Στέφαν Λουφτ.
Ωστόσο για τον εγκληματολόγο Ντιρκ Μπάιερ το στοιχείο της μετανάστευσης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένα σημείο εκκίνησης για την εξήγηση της παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σταματά κανείς απλώς εκεί. Για τον ίδιο δεν αποτελεί αιτία για την εμφάνιση βίαιης συμπεριφοράς το μεταναστευτικό παρελθόν αυτό καθαυτό, αλλά περισσότεο άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες, όπως η ανεργία ή η έλλειψη προοπτικών για το μέλλον. Επίσης ο ίδιος εκτιμά ότι ενδεχομένως αρνητικό ρόλο μπορεί να διαδραματίζουν τα λανθασμένα «πρότυπα ανδρισμού», με τα οποία έχουν μεγαλώσει, εστιάζοντας στην υπεροχή της σωματικής βίας. «Κάποιοι νέοι έχουν βιώσει ως παιδιά ενδοοικογενειακή βία» αναφέρει επίσης ο εγκληματολόγος.
Γερμανία όπως Γαλλία;
Τα πρόσφατα περιστατικά στη Γερμανία έχουν προκαλέσει σε πολλούς συνειρμούς με την κατάσταση στα υποβαθμισμένα προάστια γαλλικών μεγαλουπόλεων. Εκεί συνήθως ζουν μετανάστες υπό άσχημες συνθήκες. Κάθε τόσο ξεσπούν περιστατικά βίας και καταστροφών. Και εκεί το μίσος προς την αστυνομία είναι σαφές. Μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές ταραχές στη Γαλλία προκλήθηκε το 2005, μετά τον θάνατο δύο εφήβων κατά τη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης. Τόσο στη Στουτγάρδη όσο και στη Φρανκφούρτη η αστυνομία καταδίωξε στη συνέχεια τους νεαρούς ταραξίες. «Γι αυτό τις τελευταίες εβδομάδες όλοι μιλούν για τον τρόπο, με τον οποίο αντέδρασε η γερμανική αστυνομία» αναφέρει ο Μπάιερ. Η γερμανική αστυνομία κατηγορήθηκε επίσης για ρατσιστικές πρακτικές, κάτι που απομένει να διερευνηθεί.
Εντούτοις παρά τις ομοιότητες με τα γαλλικά προάστια υπάρχουν και διαφορές. «Δεν έχουμε αυτόν τον ακραίο κοινωνικό αποκλεισμό στις πόλεις μας» παρατηρεί ο Στέφαν Λουφτ. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Φρανκφούρτης 29 από τους 39 συλληφθέντες είχαν έρθει από άλλες πόλεις κι έτσι δεν ισχύει ο παραλληλισμός με τη Γαλλία, ότι οι ταραξίες προέρχονται μόνο από συγκεκριμένη υποβαθμισμένη περιοχή. Ωστόσο ο Λουφτ εφιστά την προσοχή στο ζήτημα, θεωρώντας ότι οι εκάστοτε πόλεις θα πρέπει να προωθούν προγράμματα κοινωνικής στέγασης διάσπαρτα εντός των πόλεων και όχι συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένες μόνο περιοχές, προς αποφυγή φαινομένων γκετοποίησης. Και ο Ντιρκ Μπάιερ παραμένει ψύχραιμος στις εκτιμήσεις του αναφορικά με ενδεχόμενο κύμα βίας σε γερμανικές πόλεις. «Η Γερμανία είναι μια σταθερή κοινωνία. Η αστυνομία θα ανταποκριθεί αναλόγως» αναφέρει.
Λίζα Χένελ
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη